Απριλίου 30, 2006

Το πετρα-ανάθεμα



















"Ο Βενιζέλος σας έδωσε τα κτήματα και σείς, κωλοαρβανίτες μαζί με τους άλλους, φορτωθήκατε και κουβαλήσατε μια πέτρα στην πλάτη για να τον αναθεματίσετε.Τόσο μυαλό είχατε ".

Ετσι πρωτοχρονιάτικα σε μια συζήτηση για τον Βενιζέλο, μου την είπε ο Κρητικός πεθερός μου.

Γιά να δούμε τί έγινε τότε

Ο Τούρκος κατακτητής είχε την φρόνηση να παραχωρήσει κάποιες πολιτικές και θρησκευτικές ελευθερίες-δικαιώματα στους ραγιάδες και έτσι τους κράτησε υπόδουλους για 300 και παραπάνω χρόνια.Μία απο αυτές όριζε ότι δεν θα πειραχθει, απο τον κατακτητή, η εκκλησιαστική περουσία τα λεγόμενα βακούφια.

Η εκκλησιαστικη περουσία όχι μόνο διατηρήθηκε αλλά και πολλαπλασιάστηκε διότι όλα αυτά τα χρόνια της σκλαβιάς ο ραγιάς προκειμένου να αντιμετωπίσει τις διωξεις και τις καταπατήσεις της γής του απο τον Αγά και για να μην χάθει το ψωμί της φαμίλιας είχε σαν πρακτική να γράφει τα κτήματά του στα μοναστήρια και συνέχιζε να τα καλλιεργεί.

Φτάνουμε λοιπόν στις αρχές του 20ου αιώνα που τα μοναστήρια (βλέπε μονή Πετράκη, μονή Πεντέλης κ.α.) να έχουν τεραστιες εκτάσεις στην κατοχή τους και η πλειονότητα του λαού να μην έχει μια σπιθαμή γής.

Αυτά είδε ο Βενιζέλος και αποφασίζει να τα πάρει απο τα μοναστήρια και απο μερικούς τσιφλικάδες και να τα μοιράσει με κλήρους στους ακτήμονες με την υποχρέωση αυτών να καλλιεργήσουν την γή για επτά τουλάχιστον χρόνια και μετα έναντι κάποιου προαποφασισμένου τιμήματος να γίνει δική τους.(να πώ εδώ ότι το τίμημα αυτό, ο ονομαστός εποικισμός ,καταβλήθηκε πολλές φορές μέχρι σήμερα γιατί όποτε οι κυβερνούντες δεν είχαν χρήματα έβγαζαν έναν νόμο που έκρινε ότι το ήδη καταβεβληθέν ποσό ήταν μικρό και ξαναζητούσαν και άλλα λεφτά.)

Αν και στην ουσία οι ακτήμονες ξαναπήραν τα κτήματα των πατεράδων τους, οι της εκκλησίας δεν το είδαν έτσι και με την πρώτη αφορμή ήρθε το ανάθεμα

Το Ανάθεμα, θεωρείται από τις μελανότερες σελίδες της ιστορίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το Δεκέμβριο του 1916, οι μητροπολίτες και οι κληρικοί πολλών περιοχών της Ελλάδας προχώρησαν στο ανάθεμά τους κατά του Βενιζέλου, που νωρίτερα είχε ταχθεί με το κίνημα Εθνικής Αμύνης το οποίο υποστήριζαν οι συμμαχικές δυνάμεις.

Ολα ξεκίνησαν το Σεπτέμβριο του 1916 οταν Βενιζέλος μεταβαίνει στα Χανιά, όπου και σχηματίζει προσωρινή κυβέρνηση με αρχικά μέλη το ναύαρχο Κουντουριώτη και τον στρατηγό Δαγκλή. Η προσωρινή κυβέρνηση μεταβαίνει στη συνέχεια στη Θεσσαλονίκη και κηρύττει τον πόλεμο στην «κυβέρνηση των Αθηνών».

Η Ελλάδα κόβεται στα δύο: από τη μία το «κράτος της Θεσσαλονίκης» με τη Μακεδονία, την Κρήτη και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, από την άλλη η κυβέρνηση των Αθηνών με τους απολυθέντες στρατεύσιμους («επίστρατους») που είχε οργανώσει ο Ιωάννης Μεταξάς.

Στην προσπάθεια των Συμμάχων να καταλάβουν τη Νότια Ελλάδα, γαλλικά θωρηκτά μπήκαν στον Πειραιά, αποβιβάζουν 3.000 άνδρες και βομβαρδίζουν τις περιοχές γύρω από το Στάδιο και τα Ανάκτορα.

Οργισμένοι από την επέμβαση, οι αντιβενιζελικοί κατηγορούν τους αντιπάλους τους ως προδότες και ο εθνικός διχασμός φτάνει στο απόγειό του.

«Ο φονεύων βενιζελικόν δεν φονεύει άνθρωπον»

Στο κλίμα αυτό, οργανώνεται στην πρωτεύουσα μια ογκώδης αντιβενιζελική πορεία που, με την Ιερά Σύνοδο στην κορυφή της, κατευθύνεται στο Πεδίο του Άρεως για να αναθεματίσει τον Σατανά της πολιτικής ζωής του τόπου. Εκεί, ο καθένας ρίχνει μια πέτρα και επαναλαμβάνει την κατάρα του Αθηνών Θεόκλητου κατά του Βενιζέλου: "Κατά Ελευθερίου Βενιζέλου φυλακίσαντος αρχιερείς και επιβουλευθέντος την βασιλείαν και την πατρίδα ανάθεμα έστω" Αντρες, γυναίκες, παιδιά, κυρίες και κύριοι του λεγομένου "καλού κόσμου", αλλά και αγράμματοι ανθρωποι παρασυρμένοι απο τους παππάδες πήγαν φορτωμένοι πέτρες μεγάλες και μικρές και τις έριξαν, μάζα άμορφη, στο Πεδίον του Άρεως, αναθεματίζοντας, το "Βελζεβούλ", τον "προδότη".

Ενα άλλο δείγμα όπως το έστειλε ένας φίλος είναι το παρακάτω :

Ημείς οι υπογεγραμμένοι Μητροπολίται εντολήν ελάβομεν παρά χιλιάδων εφέδρων και πολιτών να αναγνώσωμεν βαρύτατον αφορισμόν κατά του ενόχου ΕΣΧΑΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ Ελ. Βενιζέλου,
του προδώσαντος το έθνος μας εις τους Αγγλογάλους του ατίμως συνεννοηθέντος μετ’ αυτών ίνα στείλωσι την προχθεσινήν νόταν είς την Ελλάδα, μόνον και μόνον δια να πικρανθεί ο λατρευτός μας Βασιλεύς και εκβιασθή όπως καλέση επί την αρχήν τον ΠΟΥΛΗΜΕΝΩΝ ΣΕΝΕΓΑΛΕΖΟΝ ΤΡΑΓΟΝ ΒΕΝΙΖΕΛΟΝ, τον ηθικόν αυτουργόν της πυρπολήσεως του Τατοΐου , τον ηθικόν αυτουργόν των βασάνων ας υπέστησαν οι ανδραγαθήσαντες αξιωματικοί μας εις χείρας του ανάνδρου Σαράιγ.
Κατ’ αυτού όθεν του ΠΡΟΔΟΤΟΥ Βενιζέλου ανεγνώσαμεν αφορισμόν όπως ενοκήψωσι:
Τα εξανθήματα του Ιώβ
Το κήτος του Ιωνά
Η λέπρα του Ιεχωβά
Ο μαρασμός των νεκρών
Το τρέμουλο των ψυχορραγούντων
Οι κεραυνοί της κολάσεως
Και αι κατάραι και τα αναθέματα των ανθρώπων.
«Τας ιδίας αράς θα αναγνώσωμεν και κατ’ εκείνων οίτινες κατά τας προσεχείς εκλογάς θέλουσι δώσει λευκήν ψήφον προς τον ΚΑΤΑΠΤΥΣΤΟΝ ΠΡΟΔΟΤΗΝ Βενιζέλον και θα παρακαλέσωμεν, συν τοις άλλοις όπως μαρανθώσιν αι χείρες, τυφλωθώσιν οι οφθαλμοί και κωφαθώσι τα ώτα».
Γένοιτο.
ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ


Ο Eλευθέριος Βενιζέλος αναθεματίστηκε από διάφορες κοινότητες την περίοδο του έθνικού διχασμού

Ολο τον Δεκέμβρη του 1916 πέτρες μεταφέρονται στην Αθήνα και ρίχνονται στο Πεδίο του Αρεως, στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το άγαλμα της Αθηνάς. Έκτοτε κανείς δεν είχε ασχοληθεί ουσιαστικά μαζί τους.

Μάρτης 2004
(δημοσίευμα in.gr)

Οι κατάρες έγιναν... ποτίστρα

Οι ιστορικές πέτρες με τις οποίες δεκάδες μητροπολίτες και κληρικοί αναθεμάτισαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1916 ανακαλύφθηκαν τυχαία πριν από μία εβδομάδα στο Κέντρο Εκπαίδευσης Ιππασίας στο Γουδί, χάρη σε μια παρατηρητική καθηγήτρια ιππασίας.

Η Ελισάβετ Στραβάτου-Αραχωβίτου βρισκόταν σε πλακόστρωτο χώρο των πρώην βασιλικών σταύλων, όταν πρόσεξε την επιγραφή σε μια πέτρα που είχε αναποδογυρίσει. Η πλάκα ανέγραφε «Κοινότης Κυνουρίας».

Οι πέτρες του Αναθέματος αγνοούνταν από τη δεκαετία του 1930. «Με αυτές κατασκευάστηκε η ποτίστρα του στάβλου. Τις είχαν γυρίσει ανάποδα και είχαν φτιάξει την πλακόστρωση του χώρου όπου πήγαιναν για δεκαετίες τα άλογα για να πιουν νερό» εξηγεί η κ. Στραβάτου-Αραχωβίτου.

Από το Πεδίο του Αρεως στις βασιλικές αποθήκες

«Όπως μας εξήγησαν καθηγητές και ιστορικοί [...] οι πέτρες είχαν μαζευτεί και στοιβαχθεί για κάποια χρόνια στις βασιλικές αποθήκες» αναφέρει η κ. Στραβάτου-Αραχωβίτου.

Στο τέλος της δεκαετίας του 1930, οι πέτρες και άλλα υλικά από τις αποθήκες χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των βασιλικών σταύλων.

Απριλίου 29, 2006

Μικρασία 1922 (Μαρτυρίες)

Είμαστε ένας λαός με παλληκαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων.
Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη;
Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι;

Γ. Σεφέρης




Μακάβριο ψάρεμα μετά την καταστροφή της Σμύρνης.
Νεαροί Τούρκοι προσπαθούν να βγάλουν τα πτώματα στην ξηρά χρησιμοποιώντας κομμάτια σύρμα, για να πάρουν ότι πολύτιμο





"Το σπίτι μας τ΄αφήσαμε συγυρισμένο, όπως ήτανε να μην μας πούν κακονοικοκυρές."


«...Αρχισε ο στρατός μας να φεύγει. Χτυπούσαν τις πόρτες μας και ζητούσαν ρούχα για να βγάλουν το χακί από πάνω τους. Πόσους δεν ντύσαμε! Οι μεγάλοι οι δικοί μας ξεκουμπίστηκαν και φύγανε κι αφήσαν τον κόσμο στο έλεος του Θεού. Εφταναν οι στρατιώτες ξυπόλυτοι, γυμνοί, κουρελιασμένοι, πρησμένοι, νηστικοί. Οι Τούρκοι κατεβαίναν και σφάζαν τους Ελληνες. Το ίδιο έκαναν και οι δικοί μας. Παντού φωτιά και μαχαίρι άκουες και έβλεπες. Από τους κατοίκους του Μπουνάρμπασι έμειναν καμιά δεκαριά οικογένειες... Μερικοί κατάφεραν να φύγουν, σέρνοντας με την κοιλιά προς το Σικλάρι και από κει στη Σμύρνη. Τους άλλους όλους τους ατιμάσανε, τους σφάξανε, τους κρεμάσανε, τους κάψανε. Κι εκείνους που κατάφεραν από το Σικλάρι να φτάσουν στη
Σμύρνη, όταν ήρθε ο Κεμάλ, τους έπιασε και τους έσφαξε.
Εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακριά. «Μη φοβάστε είναι μακριά», μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε. Σ' ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σε μας. Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στο δρόμο. Φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση. Και οι Τσέτες (σ.τ.σ. οι άτακτοι Τούρκοι) βρίσκονταν στη μέση, και σφάζαν και σκοτώναν. Τη νύχτα οι Τσέτες έκαναν επίθεση ν' αρπάξουν, να σφάξουν, ν' ατιμάσουν. «Βοήθεια! Βοήθεια!», φώναζε ο κόσμος. Τα εγγλέζικα πλοία ήταν απέναντι. Εριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν για λίγο. Τη νύχτα θέλαμε να πάμε προς νερού μας. Πήγαμε λίγο πιο έξω, φρίκη! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα (σ.τ.σ. μεγάλο ανοιχτό λάκκο). Γύρω γύρω, στα χείλια της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά, και μέσα η χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια. Επαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρια της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μέσα στη χαβούζα και τα κορμιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω γύρω. Ηταν φοβερό. Οσοι το είδαν τρελάθηκαν. Το τρελοκομείο γέμισε από τρελούς σαν ήρθαμε. Εκεί σ' αυτό το μέρος χάσαμε και τον πατέρα μου. Τον αδελφό μου τον έσφαξαν
στο χωριό. Εβγαλαν, μετά, ιταλικά και ελληνικά πλοία και μας πήραν. Πόσους; Ούτε ένα είκοσι τοις εκατό δεν επήραν. Τέτοια καταστροφή δεν είδαν τα μάτια μου! "

"Εκείνη τη βραδιά <<πιάστηκε>>(εγινε εκλειψη σελήνης).Φοβηθήκαμε.Κάτι κακό θα γένει είπαμε, και αρχίσαμε να κλαίμε."

"Στον Αγιο Παντελεήμονα έξω απο την Νικομήδεια αρρώστησε ο κόσμος. Δεκαπέντε την ημέρα πέθαιναν.Εκεί πεθανε και το κοριτσάκι μου."

«Ησυχα και καλά χρόνια ζούσαμε και μπερεκέτι πολύ είχαμε. Ο Τούρκος φίλος μας στενός ήταν, σαν συγγενής, σαν αδελφός μας. Τα πράγματα στενέψανε από τότε που μπήκε στο κεφάλι των Τούρκων ο Κεμάλης»

"Χαρηκαμε. Θα πάμε σε χριστιανικό τόπο είπαμε. Και κακοί άνθρωποι να είναι, μια φορά χριστιανοί θα είναι. Δε θα φοβόμαστε εκεί όπως εδώ."

"Τις εικόνες τις κάψαμε στον αυλόγυρο της Αγίας Τριάδας να μην τις αφήσουμε στους Τούρκους.Ολοι είχανε έρθει και προσκυνούσανε τη φωτιά"

«Ημασταν στην Πούντα.
Στέκαμε γραμμή για να μπαρκάρουμε. Ο,τι είχαμε, μπόγους, βαλίτσες, τα πατούσαν για να περάσουν. Πέρασε η μητέρα μου, η αδερφή μου έπεσε κάτω, ο κόσμος την πατούσε, δεν μπορούσε να σηκωθεί.
Ένας στρατιώτης, καθώς βάσταγε το μωρό της, το τρύπησε με την ξιμφολόγχη. Το πέρασε από τη μια άκρια της φασκιάς έως την άλλη. Τι να κάνει; Το βαλε σε μιαν ακρούλα. «ζήσε κόρη μου για τα άλλα σου παιδιά», της είπε η μάνα μας.
Εγώ ακόμη δεν είχα περάσει τη ζώνη και με τραβά ένας Τουρκαλάς από το χέρι και μου λέει: «Ντουρ μωρή». Βάζω κάτι φωνές, κάτι κλάματα, φωνές και η μάνα μου. Πέρασαν πεντέξι, εμένα που να μ αφήσει να περάσω. «Αχ παιδάκι μου», λέει η μάνα μου.
Πέφτει κάτω και λιποθυμά.
Στο μεταξύ ο Τούρκος μου δίνει ένα σκαμπίλι, που άστραψε το φως μου. «τσικάρ παρά», λέει. Θυμήθηκα το πεντόλιρο, τουτόδωσα. Μ αυτό γλίτωσα. Μου δίνει μια σπρωξιά. Πέφτω κάτω. Κι έσπασα τα γόνατά μου. Έχασα και το ένα μου παπούτσι. Εκεί πια οι Ιταλοί μας ανέβασαν αγκαλιά στο καράβι.
Οι Γάλλοι δείξαν βρωμερή στάση. Όσοι κατάφερναν να σκαρφαλώσουν στα καράβια τους, τους ρίχναν πίσω στη θάλασσα. Και παλικάρια, πιο πολύ τα παλικάρια ξανάριχναν στο νερό. Σαν τους βλέπαν να ζυγώνουν, τους πετούσαν ζεματιστό νερό, για να μη μπορέσουν ανέβουν. Οι Εγγλέζοι κάναν ό,τι κάναν, μα σα πήγαινε κανείς στα πλοία τους να σωθεί, τον δέχονταν καλά. Δεν τον διώχναν

Εμείς στη Μ. Ασία με τους Τούρκους ζούσαμε καλά, πολύ καλά. Αλλά σου φυτεύουν μέσα σου την εθνική σου καταγωγή κι εσύ αυτό το κρατάς, το προσπαθείς, είναι το ζήτημα της πατρίδας. Εγώ γεννήθηκα εκεί, μεγαλώνω εκεί, αγαπώ εκεί. Εμείς γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε με τους Τούρκους, όμως δεν το ξεχάσαμε ποτέ ότι είμαστε Έλληνες και σε κάθε περίπτωση που βρίσκαμε την ευκαιρία το παρουσιάζαμε, το δείχναμε με τον τρόπο μας.


«Τώρα τι 'τανε αυτό π' αντίκριζα; Μια νεκρή πολιτεία. Τα μαγαζιά και τα κέντρα κλειδωμένα με διπλό λουκέτο. Τα σπίτια βουβά σαν ακατοίκητα. Γέλιο δεν άκουγες, παιδί δεν έβλεπες να παίζει στο δρόμο. Καραβάνια θλιβερά σερνόντανε στα σοκάκια σαν μια σειρά κάμπιες. Κορμιά κυρτωμένα, πρόσωπα χολιασμένα χαλκοπράσινα, χείλη ξερά, ασπρισμένα. Ήτανε οι πρόσφυγες που φτάνανε απ' το εσωτερικό. Σέρνανε μαζί με τους μπόγους, τσομπλέκια, μπαούλα, κονίσματα, φορεία μ' αρρώστους, κατσίκες, κότες, σκύλους. Οι εκκλησίες, οι στρατώνες, τα σκολειά, οι αποθήκες, οι φάμπρικες, όλα γέμισαν πρόσφυγες, βελόνι να 'ριχνες δε θα πεφτε.»

Ολοι οι Έλληνες πέρασαν τη νύχτα σε μαούνες κοντά στο λιμάνι. «Το άλλο πρωί μας ξυπνήσανε χλιμιντρίσματα και καλπασμός αλόγων. Πεταχτήκαμε μεμιάς ορθοί κι ανοίξαμε τα μάτια μας. Το τουρκικό ιππικό περνούσε καμαρωτό από την παραλία. Κανείς δεν έβγαλε τσιμουδιά. Και τα μωρά κερώσανε. Μόνο μια πολύ ψιλή παιδική φωνούλα ρώτηξε:
-Τι θα μας κάνουνε οι Τούρκοι;
Τ ι. θα μας κάνουνε: Αυτή 'ταν ολουνών η αγωνία, μα κανείς δεν την ξεστόμιζε. [...] Σε λίγο ακούστηκε τελάλης.
-Μπρε σεις τι λέει;
-Λέει, να βγει ο κόσμος και να πάει στις δουλειές του δίχως να φοβάται, κανένας δε θα κακοπάθει...
Ξάφνου, μέσα στη γενική χαρά, ακούστηκε μια φωνή κι ύστερα πολλές μαζί:
-Φωτιά!
-Φωτιά!
-Βαλαν φωτιά στη Σμύρνη!
Πεταχτήκαμε ορθοί. Κοκκινόμαυρες φλόγες τινάζονταν στον ουρανό, χοροπηδηχτές.[...] Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα σύννεφα ανηφορίζανε και μπερδευότανε το 'να με τ' άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός από φόβο, αρχίνησε να τρέχει απ' όλα τα στενοσόκακα και τους βερχανέδες και να ξεχύνεται στην παραλία σαν μαύρο ποτάμι.
-Σφαγή! Σφαγή!-Παναγιά, βοήθα!-Προφτάστε-Σώστε μας!
Η μάζα πυκνώνει, δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο ποτάμι που κουνιέται πέρα δώθε απελπισμένα, δίχως να μπορεί να σταθεί ούτε· να προχωρήσει. Μπρος θάλασσα, πίσω φωτιά και σφαγή! Ένας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της πολιτείας και σπέρνει τον πανικό.
-Τούρκοι!
-Τσέτες!
-Μας σφάζουνε!
-Έλεος!

Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σαν να 'ναι μόλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ζαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τους τρελαίνουν οι χατζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των τσέτηδων'.[...]
Το βράδυ το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε προβολείς γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί ίσαμε τη μαούνα, μας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες του Νουρεντίν τρώνε ανθρώπινο κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς, τους τραβούνε όξω και τους βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησιές [...]
Η φωτιά όλη τη νύχτα αποτελειώνει το χαλασμό. Γκρεμίζονται τοίχοι, θρυμματίζονται γυαλιά. Οι φλόγες κριτσανίζουνε μαδέρια, έπιπλα και φτούνε σιδερικά, ξεθεμελιώνουνε την πολιτεία ολόκληρη. Απλώνουν πάνω στα έργα των ανθρώπων και τα διαλύουνε. Σπίτια, εργοστάσια, σκολειά. νοσοκομεία, βιβλιοθήκες, θέατρα, αμύθητοι θησαυροί, κόποι, δημιουργίες αιώνων, εξαφανίζουνται κι αφήνουνε στάχτη και καπνούς.
Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε η Σμύρνη μας! Γκρέμισε η ζωή μας!»
Έτσι, η Σμύρνη καταστράφηκε και οι Έλληνες σφάχτηκαν από τους Τούρκους με την ανοχή των Μεγάλων Δυνάμεων, της Αντάντ, των συμμάχων της Ελλάδας... «Τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναύαρχοι με τα χρυσά σιρίτια, οι διπλωμάτες κι οι πρόξενοι της Αντάντ ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας! Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια της χαράς, για να μη φτάνουν ίσαμε τ' αφτιά των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πως μια, μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κι η κανονιά δε ρίχτηκε κι η εντολή δε δόθηκε!»1
Την επόμενη μέρα τις μαούνες επισκέφθηκε ένας Άγγλος αξιωματικός. Υποσχέθηκε στους Έλληνες ότι θα τους βοηθήσει να φύγουν μακριά από τον τόπο της καταστροφής, να σωθούν... Παρά τις υποσχέσεις του, όμως το άλλο πρωί τούρκικα ρυμουλκά τράβηξαν τις μαούνες στη στεριά. Οι Έλληνες, οι οποίοι ακόμη περίμεναν τη βοήθεια των συμμάχων τους, φοβήθηκαν, τρομοκρατήθηκαν, πανικοβλήθηκαν... «Οι μάνες ψάχνανε για τα παιδιά τους, τ' αγκαλιάζανε και σπαράζανε. Τα παιδιά λες και τα 'πιασε παροξυσμός. Τρέμανε, τσιρίζανε. Οι άντρες τρέχανε άσκοπα εδώ κι εκεί. Λύνανε και δένανε μπόγους, πασχίζανε να σκεφτούνε.

-Μας προδώσανε!
-Μας ξεπουλήσανε!
-Π' ανάθεμα τους!
-Ναύαρχε! Τι κάνεις;
-Ναύαρχε! Σώσε μας!
-Για όνομα του Χριστού! Μη μας αφήστε! Έχουμε μωρά μαζί μας! Έχουμε γερόντους, κορίτσια!
-Είστε υπεύθυνοι!
-Ναύαρχε! Ναύαρχεεεε!
Τα τούρκικα ρυμουλκά συνεχίζανε το δρόμο τους. Τότε, μέσα στον πανικό που ξέσπασε, χιλιάδες άνθρωποι πέσανε στη θάλασσα κοπαδιαστά! Μαύρισε το νερό. [...]
Τρία μερόνυχτα μας κρατήσανε οι Τούρκοι στις μαούνες και τα τρία μερόνυχτα δε σταματήσαμε να παίζουμε με το θάνατο ένα φοβερό κρυφτούλι. [...]
Την τέταρτη ήρθε ένας αξιωματικός και είπε:
-Ν' αδειάστε τις μαούνες. Τραβάτε στη στεριά!
Τρέξαμε να φύγουμε. Πιστεύαμε πως κάθε μετακίνηση έκρυβε κάποιαν ελπίδα.
-Στο νεκροταφείο! Πάμε στο νεκροταφείο. Δεν πατούν εκεί Τούρκοι. Σκιάζονται!
Πήγαμε στο νεκροταφείο. Ούτε σπιθαμή να σταθείς. Είχανε προλάβει άλλοι, πριν από μας, και πήρανε την πρωτοκαθεδρία. [...]
-Δεν είναι τόπος να σταθούμε, έκανε η αδερφή μου κι όλοι συμφωνήσαμε.[···] Φύγαμε. Ψάχναμε σ' όλη την Πούντα να βρούμε μια γωνιά να σταθούμε.
Όπου κι αν μπαίναμε, σε σκολειά, εκκλησιές, εργοστάσια, αποθήκες, όξω στους ανοιχτούς ταρλάδες, παντού, χιλιάδες πρόσφυγες περιμένανε να δούνε τι θ' απογίνουνε. [...]
Σ' ένα εργοστάσιο ανταμώσαμε πατριώτες και φίλους και μας κάνανε λίγη θέση ν' ακουμπήσουμε. Ήμασταν ψόφιοι. Είπαμε πως θα κοιμηθούμε και δε θα ξυπνήσουμε. Όμως μόλις ξαπλώσαμε το 'μάτι στυλώθηκε. Τα ντουβάρια των καμένων σπιτιών κατρακυλούσανε μέσα στη νύχτα. Τουφεκιές κι ομοβροντίες κάθε λίγο και λιγάκι γαζώνανε τη σιωπή...
-Αυτές εδώ είναι εκτελέσεις! Μας εξηγούσανε οι παλιοί και τρέμανε. [...]
Το πρωί μπήκανε στρατιώτες στο εργοστάσιο. Πιάσανε τους άντρες. Διαταγή, λέει, του Νουρεντίν πασά: Όλοι οι άντρες από 18χρονώ μέχρι 45, θα μείνουνε αιχμάλωτοι, να ξαναχτίσουνε ό,τι χαλάσανε! Οι άλλες ηλικίες καθώς και τα γυναικόπαιδα θα φύγουνε με τα βαπόρια.»
Ο αφηγητής έμεινε αιχμάλωτος μόνο για λίγες ημέρες. Στάθηκε τυχερός και κατάφερε να αποδράσει. Για τους περισσότερους όμως αιχμαλώτους τότε ξεκινούσε μία μακριά, βασανιστική πορεία στα βάθη της Ασίας.
Στο βαπόρι, που τον οδηγούσε προς την σωτηρία, ο αφηγητής σκέφτεται ακόμη την πατρίδα του. «Καρσί, στα μικρασιάτικα παράλια, αναβοσβήνουνε φωτάκια, αναβοσβήνουνε μάτια. Καρσί, αφήσαμε συγυρισμένα σπίτια, κλειδωμένες σερμαγιές, στεφάνια στο κονοστάσι. προγόνους στα κοιμητήρια. Αφήσαμε παιδιά και γονιούς κι αδέρφια. Νεκροί άταφοι. Ζωντανοί δίχως σπίτια. Βρικολακιασμένα όνειρα. Εκεί. Καρσί ήταν ίσαμε χθες η πατρίδα μας![... ]

... να έρθεις κυνηγημένος, να σου λείπει ο πατέρας σου, να δεις του αδερφού σου το σφάξιμο, να δεις της κόρης σου, εμπρός στα μάτια σου, να βιάζουν το παιδί σου. Όλα αυτά είναι πράγματα που δεν φεύγουν ποτέ απ' το μυαλό σου. Να δεις να πνίγουν παιδί για να μην κλάψει και μαρτυρήσει αυτούς που ήταν κλεισμένοι, κάπου 2000 άνθρωποι μέσα σε ένα σπίτι. Και να δεις την μάνα του την άλλη μέρα το πρωί να το κρατά στο χέρι πεθαμένο και να της λες: "πάμε", αυτή να κρατά το παιδί. Και να της λένε ότι βάλανε φωτιά από τη μια και από την άλλη οι Τούρκοι και ότι πρέπει να φύγουμε. Και φεύγαμε. Και αυτή να κρατά το παιδί της και να κλαίει. Και της λέει μια άλλη όπως φεύγαμε και έσπρωχνε ο ένας τον άλλο: "Άντε, πάμε, πάμε". "Τι να την κάνω τη ζωή"; λέει αυτή. "Τον άντρα μου τον σκοτώσανε. Ένα χρόνο είχα παντρεμένη. Τον άντρα μου τον σκοτώσανε. Το παιδί μου το πνίξανε. Εγώ τι θα κάνω μόνη μου στη ζωή; Όχι, θα μείνω εδώ".Και βέβαια την πήρανε οι άλλες, την τραβήξανε έξω.
Έπειτα όταν έγινε η καταστροφή όλα τα γυναικόπαιδα από την Ανατολή κατέβηκαν στα Μικρασιατικά παράλια, και ιδίως στην Σμύρνη. Κατέβαιναν, γιατί ήλπιζαν ότι οι ξένοι που είχαν τα Προξενεία τους θα τους προστάτευαν και η Σμύρνη είχε γεμίσει γυναικόπαιδα. Διοικητής στην Σμύρνη - Αρμοστής - ήταν ο Στεργιάδης, ένα κτήνος όχι άνθρωπος, ο οποίος ήταν και επί Βενιζέλου και επί Γούναρη. Όταν λοιπόν γίνηκε η καταστροφή κι άρχισε η υποχώρηση από πάνω και η σφαγή, τότε σηκώθηκε ο Μητροπολίτης με τους προύχοντες και πήγανε στον Στεργιάδη και τον ρώτησαν γιατί δεν επέτρεπαν να φύγει κανένας Μικρασιάτης. Έπρεπε να έχεις διαβατήριο για να έρθεις στην Ελλάδα. Όσοι είχαν καΐκια και έβλεπαν την ανακατωσούρα, όσοι μπορούσαν φεύγανε κρυφά όπου μπορούσαν. Αλλά επίσημα απαγορευόταν. Πήγε στο Στεργιάδη ο Δεσπότης και του είπε: "Δώσε μια διαταγή, άφησε ελεύθερα να διώξουμε τα γυναικόπαιδα γιατί οι Τσέτες θα τα κατασφάξουν εδώ, θα κατασφαγούν". Και λέει ο Στεργιάδης: "θα τηλεγραφήσω στην κυβέρνηση μου και θα σας δώσω την απάντηση". Και έγραψε στο Γούναρη και απαντάει ο Γούναρης: "Προτιμώ να πέσει και το τελευταίο κεφάλι των Μικρασιατών στη Μικρά Ασία και όχι να μου στείλεις την αναρχία". Λοιπόν, κι έγινε η σφαγή, κοίτα να δεις κι εκεί το λάθος. Πλην της αναρχίας δηλαδή. Κοίτα όμως να δεις το λάθος. Εδώ στην Ελλάδα ήρθαν μόνο γυναικόπαιδα, εκατό φορές ψαγμένα, στα ποδογύρια τους, τους κότσους τους, από τους Τούρκους για λεφτά. Οι Τσέτες γύρευαν χρήματα για να τα πάρουν. Με όλα αυτά, ό,τι γλιτώσανε, με εκείνα δημιουργήθηκε εκείνη η πρώτη κατάσταση κι έγινε ύστερα η Ελλάδα και πήρε γραμμή. Σκέψου εάν έφερναν την κινητή περιουσία που κρατούσαν επάνω τους στην Ελλάδα, τι θα δημιουργούσαν ακόμη!
Τα παιδιά του Αντώνη και της Κων/νας Πικριδά θυμούνται:
Κι ήρθε εκείνη η μαύρη μέρα, του ξεριζωμού. Ήταν όλοι μαζεμένοι στην εκκλησιά της Κάτω Παναγιάς. Οι Τούρκοι φώναξαν να βγούν τα γυναικόπαιδα. Βγήκε και η γιαγιά με οκτώ παιδιά. Ο παππούς έμεινε πίσω με τους άλλους άνδρες. Φτάσαμε στο λιμάνι. Έτρεχαν όλοι στα καίκια. Μπήκε και η μάνα ψάχνοντας τα παιδιά της, τη Γαρουφαλίτσα, τη Μαρία, τη Σταματία, το Γιώργο, τον Αλέκο. Ήμουν τότε 15 χρονών, μα ήμουν μικροκαμωμένος. Με σήκωσε ο Τούρκος ψηλά, με κοίταξε καλά κι ύστερα μου δωσε μία και με πέταξε δίπλα στη μάνα, στο καίκι. Δεν του γέμισα το μάτι για 15άρης αλλιώς θα με κράταγε και μένα με τους άντρες. Εκείνους δεν τους είδε ποτέ κανείς πια. Μόνο τη φωτιά είδαν και τους καπνούς από την εκκλησία που καιγόταν. Έτσι, βρέθηκα στην Αθήνα 15 χρονών προστάτης μιας ολόκληρης οικογένειας; Αναθυμάται ο πατέρας και ένα δάκρυ κυλά.


"Υστερα ήρθε ένα βαπόρι και μας πήρε. Μας έφερε στην καραντίνα. Στην αρχή ούτε ψωμί δεν μας δίνανε. Χώρια μας είχανε, τάχα χολέρα λέγανε."

"Στην καραντίνα στον Αι-Γιώργη, δύο κοπέλες που πήγαν να τους κόψουν τα μαλλιά ρίχτηκαν στην θάλασσα"

Ξέρεις ποιο είναι εκείνο που θυμάμαι και μου σκίζει τα φυλλοκάρδια; Ο τρόπος της υποδοχής που μας έκαναν εδώ.Όμως, αυτό που είδα εδώ, να είμαστε στην αποβάθρα, να είναι γεμάτη από κόσμο και να βλέπεις γυναίκα, μάνα, να έχει ένα σκοινί με πέντε παιδιά δεμένα ένα ένα για να τα' χει δίπλα της να μην τα χάσει, και να είναι γυμνή και αυτή και τα παιδιά να κλαίνε, να μην λένε "μαμά ψωμί". Που θα το' βρισκε; Αλλά να κλαίνε τα μωρά και αυτή να τα αγκαλιάζει και να περνάει ένας με το ψαθάκι του και να λέει:
"Ααα, κοίτα χάλια, κοίτα χάλια! Μωρέ καλά σας κάνανε οι Τούρκοι". Φυσικά τον σκοτώσανε από το ξύλο. Πέσανε γυναίκες πάνω του γιατί ήταν όλο γυναικόπαιδα, επειδή τους άντρες τους κράτησαν στη Μικρασία. "

Υ.Γ. Τα παραπάνω είναι αποτέλεσμα προσωπικών σημειώσεων, κυρίως όμως προέρχονται απο δημοσιεύσεις του Κέντρου Μικρασιατικών σπουδών και απο διάφορα site γύρω απο το θέμα.

Απριλίου 28, 2006

Μικρασία 1922 (Η περιπέτεια)


Έλληνες στρατιώτες αποβιβάζονται στη Σμύρνη το Μάιο του 1919.











O πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος, επωφελούμενος από τις τουρκικές διώξεις και τις σφαγές στην Πέργαμο και το Αϊδίνιο, απέσπασε εντολή των Συμμάχων για απόβαση στη Σμύρνη. Μετά την απόφαση αυτή ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη, οι ελληνικές δυνάμεις συνάντησαν αντίσταση από τμήματα του τουρκικού στρατού αλλά κατέλαβε προάστια της Σμύρνης και περιοχές τη Μ. Ασίας γύρω από το Μαίανδρο ποταμό, την κοιλάδα του Κάστρου και την Πέργαμο. Το Φεβρουάριο του 1920 εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη το ελληνικό Γενικό Επιτελείο υπό τον αντιστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευόπουλο. Η "Μεγάλη Εθνική Τουρκική Συνέλευση" (20 Απριλίου 1920) ανέθεσε την εκτελεστική εξουσία στον Κεμάλ και κάλεσαν τον τουρκικό λαό να ξεσηκωθεί κατά των "επιδρομέων". Ο Κεμάλ  άρχισε να οργανώνει συστηματικότερα τον αγώνα για την ακεραιότητα της Τουρκίας. Στις οργανωμένες πλέον επιθέσεις των Τούρκων το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο έκανε έκκληση προς τους Συμμάχους για πλήρη ελευθερία δράσης και από τις 9 Ιουνίου ο ελληνικός στρατός επιτίθεται ακάθεκτος και καταλαμβάνει πολλές πόλεις. Η ελληνική επίθεση εκδηλώθηκε σε τρία αλλεπάλληλα κύματα. Η πρώτη επίθεση (9 - 12 Ιουνίου) οδήγησε στην κατάληψη των Μαλγάρων, του Κέλες της Φιλαδέλφειας και άλλων πόλεων ενώ η δεύτερη (16 - 19 Ιουνίου) στην κατάληψη του Μπαλούκεσερ και του Αδραμυτίου. Η τρίτη και σημαντικότερη επίθεση (24 Ιουνίου - 10 Αυγούστου) είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της Προύσας. Οι νικηφόρες αυτές προελάσεις αύξησαν το κύρος της Ελλάδας και παρείχαν τη δυνατότητα για την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, που έγινε στις 10 Αυγούστου 1920. Η συνθήκη αυτή, που υπογράφτηκε ανάμεσα στις κυβερνήσεις των Συμμάχων και στην κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης, αναγνωριζόταν η Ανατολική Θράκη (σε απόσταση 30 χλμ. από την Κωνσταντινούπολη) ως ελληνικό έδαφος, παραχωρούνταν η Ίμβρος και η Τένεδος στην Ελλάδα, ενώ η περιοχή των κεντρικών παραλίων της Μικράς Ασίας (περιοχή Σμύρνης) παραχωρούνταν διοικητικά στο ελληνικό κράτος (με την προοπτική της ένωσής της με την Ελλάδα μετά από μια πενταετία). Μέχρι τα τέλη του Οκτωβρίου 1920 ο ελληνικός στρατός κατείχε μέτωπο που άρχιζε από τις εκβολές του Σαγγάριου στον Εύξεινο και, μαζί με τις περιοχές Άδα Παζάρ, Ασκανίας λίμνης, Τίμπας, ανατολικά της Προύσας, Ουσάκ, Οτουράκ και τη γραμμή του ποταμού Μαίανδρου, έφτανε μέχρι την Ερυθραία.

Στην Τουρκία ο Κεμάλ, που δεν αναγνώρισε τη συνθήκη των Σεβρών, όρισε πρωτεύουσά του την ασήμαντη μέχρι τότε Άγκυρα και έθεσε σκοπό του να ξαναπάρει τις χώρες που με τη συνθήκη αυτή είχαν παραχωρηθεί στην Ελλάδα (Θράκη, Σμύρνη). Οι Σύμμαχοι τήρησαν εχθρική στάση προς τους Έλληνες, ενώ οι Γάλλοι και οι Ρώσοι έδωσαν άφθονα εφόδια στον Κεμάλ. Παρόλα αυτά όμως η ελληνική στρατιά επιτέθηκε κατά του ισχυρού εχθρικού μετώπου Δορύλαιου (Εσκή Σεχίρ) και Αφιόν Καραχισάρ και το διέσπασε. Στη συνέχεια, αφού πέρασε την Αλμυρή Έρημο, έφτασε στον ποταμό Σαγγάριο (Αύγουστος 1921). Στις μάχες αυτές η ανδρεία του Έλληνα υπήρξε απαράμιλλη. Σκληρές μάχες, λυσσώδεις επιθέσεις και αντεπιθέσεις είχαν ως αποτέλεσμα την κατάληψη των κύριων βάσεων της τουρκικής άμυνας Ταμπούρογλου, Καλέ Γκρότο, Γκιλντίζ Νταγ και Πολατλί. Ύστερα από τις υπεράνθρωπες και επικές αυτές προσπάθειες, ο ελληνικός στρατός αναγκάστηκε από έλλειψη εφεδρειών να συμπτυχθεί στη γραμμή Εσκή Σεχίρ - Αφιόν Καραχισάρ και να ενισχύσει τις κατακτήσεις με αμυντική οργάνωση. Ακολούθησε το διάστημα από τον Οκτώβριο του 1921 μέχρι τον Αύγουστο του 1922 χωρίς αξιόλογα στρατιωτικά γεγονότα, εκτός από ορισμένες τουρκικές επιθέσεις που αντιμετωπίστηκαν εύκολα. Ήδη από το Μάιο του 1922 τη διοίκηση είχε αναλάβει ο αντιστράτηγος Χατζηανέστης ο οποίος άρχισε να οργανώνει εκστρατεία για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και τη χρησιμοποίησή της ως μέσου πίεσης προς τον Κεμάλ. Η επιχείρηση όμως ματαιώθηκε με επέμβαση των Συμμάχων. Η ματαίωση της επιχείρησης αυτής σήμανε και την αρχή του τέλους. Τα ελληνικά στρατεύματα ήταν υποχρεωμένα να αμύνονται σε μια γραμμή μετώπου μήκους 713 χλμ. παρατάσσοντας μετωπική δύναμη 100.000 μόλις ανδρών, διαμοιρασμένων σε 3 τμήματα κρούσης (Γ΄ Σώμα στα βόρεια, Α΄ Σώμα στα νότια, Β΄ Σώμα ενδιάμεσα). Η τουρκική επίθεση εκδηλώθηκε στις 26 Αυγούστου 1922 στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ. Οι ελληνικές δυνάμεις (Α΄ Σώμα), μετά από ολιγόωρη άμυνα, κάμφθηκαν και αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν. Ταυτόχρονα οπισθοχώρησε και το Β΄ Σώμα, ενώ δυνάμεις του Γ΄ και του Β΄ Σώματος επιδίωξαν να συγκρατήσουν το μέτωπο ελέγχοντας τις προσβάσεις προς τη Σμύρνη. Οι δυνάμεις αυτές μετά από σκληρές μάχες διασπάστηκαν, και ένα τμήμα τους αναγκάστηκε να δώσει νέα μάχη με τους Τούρκους στο Αλή Βεράν, που κατέληξε σε συντριπτική ήττα. Είχε ήδη αρχίσει η ολοκληρωτική κατάρρευση του μετώπου. Στις ελληνικές δυνάμεις επικράτησε σύγχυση και πανικός και ολόκληρες ομάδες στρατού αγωνίζονταν να βρουν διέξοδο φυγής. Προσπάθειες ανασύνταξης των ελληνικών δυνάμεων (30 Αυγούστου) κατέληξαν σε αποτυχία. Στις 4 Σεπτεμβρίου ο αρχιστράτηγος Χατζηανέστης αντικαταστάθηκε από τον αντιστράτηγο Πολυμενάκο, ο οποίος έδωσε διαταγές για καθυστέρηση της τουρκικής προέλασης για να δοθεί η ευκαιρία να εκκενωθεί η Σμύρνη. Σχεδόν ταυτόχρονα δόθηκε και η εντολή ολοκληρωτικής εγκατάλειψης της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό.


"Εις το μέτωπον του Αφιόν οι Τούρκοι επετίθεντο με ορμήν κατ' αλλεπάλληλα κύματα υπό την προστασίαν καταιγιστικού πυρός 200 ελαφρών και 62 βαρέων πυροβόλων. Εις τους τομείς Καμελάρ και Ακάρ Νταγ τους οποίους υπερήσπιζαν αντιστοίχως αι Μεραρχίαι IV και Ι από των πρωϊνών ωρών ο εχθρός κατέλαβεν εις μεν το δεξιόν της IV Μεραρχίας τον Μαύρον Βράχον και τα προκεχωρημένα χαρακώματα, εις δε τον τομέα της Ι Μεραρχίας το Κέντρον Αντιστάσεως Τιλκί Κιρί Μπελ. Ταυτοχρόνως εις το αριστερόν της V Μεραρχίας κατελήφθη υπό των Τούρκων η δασωμένη κορυφή.
Εις τον τομέα Καμελάρ τα κύρια στηρίγματα αυτού ήσαν ο Διχαλωτός Βράχος, ο Πριονοειδής Βράχος (υψ. 1450) και το Κιουτσούκ Καλετζίκ (υψ. 1310), εις δε τον τομέα Ακάρ το Τιλκί Κιρί Μπελ επί της κορυφής του οποίου σχηματίζεται ευρύ οροπέδιον, το Χασάν Μπελ και το Τουκλού Τεπέ. Μεταξύ των δυο Μεραρχιών IV και I υπήρχον το κενόν του Καγιαντιμπί και εις τον τομέα της Ι Μεραρχίας το κενόν Τσάι Χισάρ. Άλλο δε ευπαθές σημείον απετέλει εις το αριστερόν του μετώπου της Ι Μεραρχίας η βαθεία χαράδρα του Σινίρ Κιόι της οποίας αι απότομοι όχθαι διηυκόλυνον την αφανή διείσδυσιν του εχθρού".


Ο ΑΘΛΟΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ

Η ανεξάρτητη Μεραρχία στις 18 Αυγούστου, ενω βρισκόταν σε πορεία ,υπέστη επίθεση κοντά στην Κιουτάχεια από την 1η τουρκική Μεραρχία.
Ύστερα από 12ωρο σκληρό αγώνα ανέτρεψε τους τούρκους και συνέχισε την πορεία της προς Τσεντίζ. Στις 20 Αυγούστου πήρε ερματισμένο φάκελλο, που της έριξε ο αεροπόρος λοχαγός Γ.Ξηρός. Ήταν ειδοποίηση της Στρατιάς, που την κατατόπιζε για τις εξελίξεις στο νότιο συγκρότημα και την εξουσιοδοτούσε να διασωθεί όπως μπορούσε. Ο διοικητής της μεραρχίας Δ. Θεοτόκης, οι διοικητές των συνταγμάτων της Ι. Κωνσταντίνου, Ν. Σκύρος και Ν. Τσίπουρας και οι άλλοι αξιωματικοί της σε πλήρη σύμπνοια με τους άνδρες , που τους κατατόπισαν για την κατάσταση, πέτυχαν, διανύοντας επί 15 μέρες 600 χιλιόμετρα σε χώρα εχθρική, με συνεχείς προσβολές του τουρκικού ιππικού και των τούρκων κατοίκων, να φθάσει στο Δικελί και να μεταφερθεί με πλοία στη Μυτιλήνη την 31η Αυγούστου, σώζοντας και τους Έλληνες και τους Αρμένιους κατοίκους της περιοχής.


Η καταστροφή στην κοιλάδα του Αλή Βεράν στις 17 Αυγούστου 1922.

[...] Ο Τρικούπης δεν έχει πλέον επαφή με την Στρατιά και ενώ οι Τούρκοι προελαύνουν, αποφασίζει στις 10.00 να εκκενώσει το Αφιόν. Ενδεικτικό της σύγχυσης είναι ότι ενώ τα στρατηγεία του Α' Σώματος και της IV Μεραρχίας ευρίσκοντο μέσα στην πόλη, δεν επικοινωνούσαν και η μεραρχία συνέχισε να μάχεται μέχρι τις 14.00 το μεσημέρι.

[...] Τρομερά πράγματα συνέβησαν κατά την υποχώρηση. Το Γραφείο Σημάτων ξηλώθηκε πριν διανεμηθεί η διαταγή σε όλες τις μονάδες με τα παραπάνω αποτελέσματα και ο ασύρματος του Σώματος από λάθος φορτώθηκε σε αμαξοστοιχία η οποία κατευθυνόταν στον Εσκή Σεχήρ.

Δυστυχώς η επικοινωνία μεταξύ Στρατιάς και Τρικούπη αποκαθίσταται αργά το βράδυ. Δυστυχώς, γιατί η διαταγή του Χατζηανέστη είναι: το Α' Σώμα να αντεπιτεθεί ή τουλάχιστον να υποχωρήσει βήμα-βήμα. Ολέθριες διαταγές τις οποίες ο Τρικούπης θα υπακούσει. Η υπακοή του στην αλλόκοτη διαταγή θα οδηγήσει ένα ολόκληρο σώμα στην καταστροφή και στην αιχμαλωσία. Ο μοιραίος στρατηγός δεν ετόλμησε να αψηφήσει τις εξωπραγματικές διαταγές του αρχηγού του.

[...] Τα πυρομαχικά ήταν ελάχιστα και κανείς ασύρματος δεν λειτουργούσε. Το συνοθύλευμα αυτό οδηγήθηκε σε μάχη σε χώρο πλήρως ελεγχόμενο από τον εχθρό. Στην κοιλάδα του Αλή Βεράν. Στο Αλή Βεράν, μετά το μεσημέρι της 17ης Αυγούστου, γράφθηκε μια πραγματική τραγωδία. Τα δείγματα ατομικής αυτοθυσίας και ηρωισμού χρειάζονται τόμους για να γραφούν. Οι Ελληνες με το πάθος του απελπισμένου, ενώ βάλλονται καταιγιστικώς από τους γύρω λόφους, δεν περιμένουν να πεθάνουν αμυνόμενοι  Αυτή την συνεφιασμένη μέρα και οι ήρωες επιτίθενται εναντίον των κυμάτων του εχθρού.

Η ορμή τους είναι υπεράνθρωπη, αφού οι Τούρκοι με την ψυχολογία του θριαμβευτή, αναγκάζονται να υποχωρούν απέναντι στους προδομένους «ημίθεους». Οι Ελληνες δεν μάχονται συμβατικά. Τρικούπης και Διγενής πολεμούν στην πρώτη γραμμή δίπλα στους φαντάρους σαν να επιζητούν τον θάνατο ως ύστατη πράξη εξιλέωσης. Πολεμούν ακόμη και γραφιάδες και βοηθητικοί. Ακόμη και οι ιερείς των μονάδων. Το μόνο που τους έχει απομείνει είναι η τιμή τους και αυτή δεν θέλουν να την χάσουν.

Στην κόλαση του Αλή Βεράν, 16 ελλιπή τάγματα απέκρουσαν 60 εχθρικά με 16 ίλες ιππικού και 23 πυροβολαρχίες. Τελικώς πριν τις 22.00 το βράδυ τα απομεινάρια των δυο Σωμάτων κατορθώνουν να διαφύγουν προς Δυσμάς ενώ οι τραυματίες στον χώρο της μάχης εκλιπαρούν τους συναδέλφους τους να τους απαλλάξουν από το όνειδος της τουρκικής αιχμαλωσίας, χαρίζοντάς τους το θάνατο. Αλλά και αυτοί οι οποίοι διαφεύγουν δεν γλυτώνουν εκτός από την ΙΧ Μεραρχία του Γαρδίκα. Ο Τρικούπης, και όσοι είναι μαζί του θα παραδοθούν κοντά στο Ουσάκ, εκτός από έναν: τον Σπαρτιάτη Αντισυνταγματάρχη Σακέτα, ο οποίος βρίζοντας τον Τρικούπη, μόνος όρμησε έφιππος προς τις γραμμές των Τούρκων και πέρασε στην αθανασία καθώς το κορμί του έπεφτε διάτρητο από τις σφαίρες.

Ο Τρικούπης και ο Διγενής θα είναι οι πρώτοι Ελληνες αξιωματικοί στην ιστορία του Ελληνικού Στρατού, οι οποίοι θα παραδοθούν στον εχθρό και δέχονται με σκυμμένο το κεφάλι την οργή αξιωματικών όπως ο Βλάχος, οι οποίοι σχίζουν τις επωμίδες τους κλαίγοντας από ντροπή, όπως κλαίνε και οι προδομένοι άνδρες. Υπάρχουν και οι Μικρασιάτες φαντάροι οι οποίοι προτιμούν να αυτοκτονήσουν παρά να παραδοθούν.


Η μάχη του Εσκί Σεχίρ την 8 Ιουλίου 1921.

( 1979. Απομαγνητοφωνημένη αφήγηση του Στ. Καρακυριαζή, 78 χρονών τότε.)

Είχαμε καταλάβει την πόλη στις 6 Ιουλίου, μπήκαμε μέσα, εγκαταστήσαμε τις αρχές, καταλάβαμε και τους φούρνους για ψωμί, όλο το Γ΄ Σώμα Στρατού καταυλισθήκαμε βορειοανατολικώς της πόλεως. Προς το δυτικόν μέρος της πόλεως ήτο απέραντος κάμπος χωρίς δένδρο. Πέρα από τον κάμπο υψωνόταν το βουνό Μπόζ-τάζ και στους πρόποδες ήτο η κωμόπολη Μουτελίπ με τρεις μιναρέδες. Στις 8 Ιουλίου το πρωί διετάχθηκε το 3ο τάγμα του 23ου πεζικού Συντάγματος, όπου υπηρετούσα ως σιτιστής στον 11ο λόχο, να φύγουμε. Μόλις περάσαμε την πόλη ένα βλήμα τουρκικό περνούσε από πάνω μας, με στόχο το Σώμα που ήτο καταυλισμένο. Ο Ταγματάρχης μας Βάκης Αλέξανδρος, Αθηναίος, διατάζει αμέσως τα μεταγωγικά μάχης να ακολουθήσουν το τάγμα και τα μεταγωγικά σώματος να μείνουν μέσα στα σπίτια. Δεν πέρασε μισή ώρα και το τάγμα έπιασε σκληρή μάχη. Άλματα οι Τούρκοι, άλματα οι δικοί μας. Το τάγμα ζητάει ενίσχυση και αμέσως φθάνει σαν αστραπή το 22ον Σύνταγμα με διοικητήν τον συνταγματάρχη Ψάραν με δέκα ιππείς σαλπικτάς να φωνάζουν προχωρείτε, προχωρείτε και να τραγουδούν του Αητού ο γιός πάει κι αυτός, εμπρός, εμπρός· σηκωνόταν τα μαλλιά σου στην κορφή... Έφθασε και μια πεδινή πυροβολαρχία που άρχισε να βάζει κάτω, από το δημόσιο δρόμο έφτασε το βαρύ πυροβολικό, επί 8 ώρες έβλεπες μια κόλαση πυρός. Εκεί που έστησαν τα πολυβόλα δε μετακινήθηκαν. Εγώ έμεινα μέσα στα σπίτια. Τα καημένα τα ζώα φορτωμένα επί οχτώ ώρες. Βλέποντας οι Έλληνες του Εσκί Σεχίρ φοβήθηκαν και άρχισαν να φορτώνουν και αυτοί τα ρούχα τους να ακολουθήσουν το στρατό. Τρέξαμε εμείς οι στρατιώτες και τους πείσαμε να σταματήσουν. Θα πάρουν αέρα οι Τούρκοι τους λέγαμε και θα μας τουφεκούν από τα σπίτια. Έπειτα ήρθαν μερικοί θαρραλέοι, έβλεπαν τα πυροβόλα μας να βγάζουν φωτιές και μας ρωτούν αυτός είναι ο στρατός μας;, όχι τους είπαμε ο στρατός μας προχωράει μπροστά. Τέλος μετά από σκληρή μάχη οκτώ ωρών υποχώρησαν οι Τούρκοι προς το βουνό.

Πανωλεθρία υπέστη με την υποχώρηση η κωμόπολις Μουτελίπ ύστερα από τη μάχη. Το 22ο Σύνταγμα της 7ης Μεραρχίας ανέβηκε στο βουνό, το τάγμα μας έμεινε στο πεδίο της μάχης χωρίς να γνωρίζει το Σύνταγμα και εβάλαμε φυλάκια. Την νύκτα μας κάνουν αντεπίθεση οι Τούρκοι, μας σκοτώνουν δύο σκοπούς. Σήμανε συναγερμός στο Σύνταγμα, αντεπίθεση όλη τη νύχτα και τους διέλυσε τελείως. Εμείς ήμασταν προσκολλημένοι στο Σύνταγμα κι έπρεπε το πρωί να συνδεθούμε. Όταν περάσαμε την κωμόπολη και βγήκαμε στην κορυφή του βουνού, είδαμε τα πυροβόλα τους ζεμένα σε έξι βουβάλια σκοτωμένα και οι πυροβοληταί μαζί. Αποθήκες, καζάνια όλα τα εγκατέλειψαν και σκόρπισαν μέσα στα κλαδιά να σωθούν. Τους περισσότερους τους πιάσαμε αιχμαλώτους κι άλλοι διέφυγαν μέσα στα δάση. Αυτή ήταν η Σιδηρά Μεραρχία του Κεμάλ με επικεφαλής τον ίδιο. Αυτή τη μάχη ο ελληνικός στρατός τη γιόρταζε σαν εθνική γιορτή όσον καιρό ήμασταν εκεί στη Μικρασία.

Μαρτυρία

.. Οπισθοχώρηση. Φεύγαμε κυνηγημένοι από τους Τούρκους και δεν ξέραμε προς τα που πηγαίναμε. Ένα απέραντο χάος η Μικρασία και δεν μπορούσαμε να προσανατολιστούμε, να καταλάβουμε που βρισκόμασταν. Κάθε τόσο συναντούσαμε κι άλλους έλληνες στρατιώτες σε άθλια κατάσταση που τα είχαν χάσει και δεν ήξεραν κι αυτοί από που να φύγουν. Ένας πραγματικός εφιάλτης η οπισθοχώρηση. Ένας εφιάλτης που τον θυμάμαι σαν να έγινε χτες...

Βρισκόμασταν κοντά στην Κιουτάχεια και ο ανθυπασπιστής μας πήγε και είπε σε κάποιον ταγματάρχη που εμείς τον γνωρίζαμε, έχω είπε, ένα απόσπασμα για να προσκολληθεί ... Εμείς ακούσαμε και καταλάβαμε τι μας περίμενε. Φέρ τους είπε ο ταγματάρχης, και μας πήραν. Οι άλλοι έφευγαν και μεις...

Μόλις πλησιάσαμε στην Κιουτάχεια συναντήσαμε ένα τουρκικό απόσπασμα που μας χτύπησε. Τους χτυπήσαμε κι εμείς γιατί είχαμε αρκετά καλό οπλισμό κι αυτοί οπισθοχώρησαν σ ένα υψωματάκι. Αξιωματικός δε βρισκόταν κανένας κοντά μας. Όλοι ξέστριβαν. Οι άλλοι έφευγαν, εμείς ήμασταν αναγκασμένοι να πολεμάμε ακόμα, λες και δεν μας έφταναν τόσα που είχαμε τραβήξει ως τα τώρα.

Εν τω μεταξύ μας έφυγε και ο διοικητής του συντάγματος κι εμείς μείναμε τριακόσιοι περίπου στρατιώτες· τμήμα θυσίας. Έπρεπε δηλαδή να πολεμάμε μέχρι που θα έβρισκαν οι άλλοι τον χρόνο να φύγουν. Το απόγευμα πήγα πίσω σε μια χαράδρα όπου είχαν μαζέψει τους τραυματίες και ζήτησα από ένα γιατρό, Κεφαλλονίτης θυμάμαι ήταν, να μου δέσει το τραυματισμένο μου πόδι. Μου το έδεσε πρόχειρα μ ένα πανί και με ξάπλωσε κοντά στους υπόλοιπους τραυματίες. Μόλις άρχισε να βραδιάζει ήρθε ο γιατρός ταραγμένος και μας είπε παιδιά ο στρατός έχει φύγει από το πρωί και μας άφησε εδώ. Τώρα εσείς είστε τραυματίες. Να παραδοθείτε στους Τούρκους και μη φοβάστε. Τους τραυματίες δεν τους πειράζουν. Μας έδινε κουράγιο. Σε λίγη ώρα βράδιασε και ο γιατρός μας δεν ξαναφάνηκε. Μας είχε εγκαταλείψει κι αυτός.

Απομείναμε μόνοι, ανήμποροι μέσα στην καρδιά της Τουρκίας, μέσα στη φωλιά του λύκου, όπως παραπονιόταν συνέχεια ένας από τους τραυματίες που βρισκόταν δίπλα μου. Πέρασε αρκετή ώρα και κάποτε φάνηκε ένας φαντάρος που θα ξέμεινε φαίνεται από τους δικούς του. Εγώ είδα που εκεί γύρω είχε πολλά ζώα, αλλά δεν μπορούσα να πάω μέχρις εκεί και να καβαλικέψω. Είπα λοιπόν στον φαντάρο ε ρε φαντάρε δε μου δίνεις ένα ζώο να καβαλικέψω;. Ευτυχώς φιλοτιμήθηκε, έπιασε ένα άλογο, κόκκινο θυμάμαι, μου το έφερε και με βοήθησε να καβαλικέψω. Έφυγε ο φαντάρος μέσα στη νύχτα κι εγώ άρχισα να ανεβαίνω στην πλαγιά της χαράδρας σιγά-σιγά για να μην πονάει το πόδι μου. Μόλις όμως πλησίασα ν ανέβω την πλαγιά, σκόνταψε για κακή μου τύχη το άλογο, έγειρε το σαμάρι κι έπεσα κάτω. Η πληγή μου άνοιξε, έτρεχε αίμα, πονούσα, μα μπόρεσα και ξανακαβαλίκεψα. Πόση ώρα έκανα μέχρι ν ανέβω την πλαγιά ούτε κι εγώ ήξερα. Θα ήμουν τριακόσια μέτρα περίπου μακριά από τους υπόλοιπους τραυματίες και κάθισα λίγο να ξανασάνω και να περιποιηθώ το πόδι μου. Από κει που βρισκόμουνα άκουσα από τη χαράδρα που τσίριζαν. Οι Τούρκοι θα έσφαζαν φαίνεται τους τραυματίες. Μα δεν ήταν ώρες για συναισθηματισμούς και κλάματα. Είχαμε γίνει όλοι σκληροί σαν τις πέτρες. Καβαλίκεψα πάλι το άλογο και προσπαθούσα να απομακρυνθώ όσο το δυνατόν μακρύτερα από το εφιαλτικό εκείνο μέρος. Ούτε ήξερα προς τα που πήγαινα μέσα στη νύχτα. Την άλλη μέρα το πρωί συνάντησα μερικούς δικούς μας. Εγώ χάρηκα που βρήκα παρέα μα αυτοί δεν χάρηκαν τόσο με την παρουσία μου. Με ρώτησαν ξερά προς τα που πάω. Εγώ τους είπα "ρε παιδιά να ρθω κοντά σας."Άμα θέλεις να ρθεις μαζί μας" είπε ένας απ αυτούς "κατέβα από το άλογο γιατί θα μας προδώσει". Εγώ όμως δεν μπορούσα να βαδίσω και προσπάθησα να τους μεταπείσω. Μα αυτοί ήταν ανένδοτοι.Άμα μας ακολουθήσεις με το άλογο μου ξαναείπαν θα σε σκοτώσουμε". Μάλιστα θυμάμαι εκεί κοντά τους ήρθε και ένα αλογατάκι που χλιμίντριζε, θα έχασε τη μάνα του φαίνεται και για να μην τους προδώσει το σκότωσαν με μια ξιφολόγχη. Εγώ τι να έκανα όμως. Μπροστά Τούρκοι, πίσω Τούρκοι. Η αυτοσυντήρηση όμως βλέπεις μας είχε κάνει άλλους ανθρώπους. Σκεφτόμασταν μόνο πως θα σωνόμασταν... "

Ο Νικόλαος Χατζόπουλος του 32ου Συντάγματος Πεζικού, από τη Νάξο, που κατόρθωσε να δραπετεύσει, καταθέτει:
«Αιχμαλωτιστήκαμε στις 9 Σεπτεμβρίου στην Πούντα (βόρεια συνοικία της Σμύρνης) και την ίδια μέρα μας έκλεισαν στις αποθήκες του λιμανιού, μας έκλεψαν ό, τι είχαμε στην κατοχή μας, και στη συνέχεια, την επομένη, μας οδήγησαν στο Νύμφαιον . Το τουρκικό πλήθος που είχε μαζευτεί κατά μήκος του δρόμου, μας χτυπούσε και μας πετούσε πέτρες αναγκάζοντας μας να φωνάζουμε: ζήτω ο Μουσταφά Κεμάλ πασάς. Εκείνοι που αρνούνταν, δέχονταν μαχαιριές.
Καθώς αφήναμε τη Σμύρνη, συναντήσαμε πέντε δίτροχα καροτσάκια, γεμάτα με πτώματα Ελλήνων πολιτών, που τα πήγαιναν να τα πετάξουν σε μια χαράδρα.
Μετά από δύο ώρες πεζοπορίας από τη Σμύρνη, η φάλαγγα μας σταμάτησε.
Εκεί οι Τούρκοι διέταξαν τους Έλληνες στρατιώτες που κατάγονταν από τη Μικρά Ασία να αποχωριστούν από τους Έλληνες οι οποίοι ήταν από την Παλαιά Ελλάδα. Τους ανακοίνωσαν την πρόθεση τους να απολύσουν τους πρώτους και να τους δώσουν την άδεια να επιστρέψουν στα σπίτια τους. 800 περίπου άνδρες βγήκαν από τις σειρές τους συμπεριλαμβανομένων και αξιωματικών της χωροφυλακής. Τους συγκέντρωσαν σ' ένα μόνο τάγμα, τους οδήγησαν στην ξερή κοίτη ενός γειτονικού χειμάρρου και τους σκότωσαν όλους με ριπές οπλοπολυβόλων».


Κι αυτή τη φορά με ένα τίμημα τόσο μεγάλο, που όμοιό του δεν γνώρισε η Ελλάδα στην τρισχιλιετή ιστορία της. Ένα μεγάλο κομμάτι του απόδημου Ελληνισμού, το πιο ζωντανό, το πιο δημιουργικό, το πιο ακμαίο οικονομικά και πνευματικά, ξεριζώθηκε από τις εστίες του. Πόλεις κάηκαν, άνθρωποι αθώοι και ανυποψίαστοι σκοτώθηκαν ή πνίγηκαν στην προσπάθειά τους να βρουν πλοίο να φύγουν από τον όλεθρο και την καταστροφή, γυναίκες βιάστηκαν, παιδιά χάθηκαν από της μάνας τους την αγκαλιά και πολλά απ' αυτά ποτέ δεν ξανάσμιξαν. Περιουσίες ολόκληρες έγιναν πλιάτσικο στα χέρια των εξαγριωμένων τσέτηδων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο Ελ. Βενιζέλος με το υπόμνημά του στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του Παρισιού, στη Μικρά Ασία ζούσαν 1.694.000 Ελληνες. Στη Θράκη και την περιοχή της Κωνσταντινούπολης 731.000. Στην περιοχή της Τραπεζούντας 350.000 και στα Αδανα 70.000. Σύνολο 2.845.000.

Η τουρκική στατιστική του 1912, σχετικά με την εθνολογική σύνθεση των περιοχών της Κωνσταντινούπολης και της Μικράς Ασίας (εκτός Κιλικίας) και των ανεξάρτητων διοικήσεων της Νικομήδειας και των Δαρδανελίων, έδινε 1.982.375 Ελληνες, 7.231.595 Τούρκους και 925.818 διάφορους. Δηλαδή σε σύνολο 10.139.789 το ελληνικό στοιχείο αποτελούσε το 19,6%.

Η ύπαρξη μιας τόσο μεγάλης ελληνικής μειονότητας στην περιοχή της Μικράς Ασίας, τη στιγμή που την ίδια εποχή ο πληθυσμός της Ελλάδας μόλις έφτανε τα 5.000.000, έθετε επιτακτικά το ζήτημα της κατοχύρωσης του δικαιώματος για τη διατήρηση της δικής της εθνικής ζωής και της ισοτιμίας της με τον υπόλοιπο πληθυσμό

Μέσα σε λίγες βδομάδες η προσφυγιά πλημμύρισε την Ελλάδα. Ποτάμι η αθλιότητα, θάλασσα ο πόνος. Πρόσωπα με την απόγνωση ζωγραφισμένη, αφήνοντας πίσω τους τα πάντα, φτάσανε κρατώντας το μπογαλάκι της δυστυχίας. Κάποιο ρούχο, μια παλιοκουβέρτα ή κουρελού ακόμα, κι ένα σακί, μόνη περιουσία που τους απόμεινε, ήταν ό,τι πια μπορούσαν να επιθυμούν και να ελπίζουν.

Τι να πρωτοθυμηθούν; Τους δικούς τους που δεν μπόρεσαν να φύγουν, τις πολιτείες τους και τα χωριά τους, το πηγάδι με το κρύο νερό, το σπιτικό τους τ' αμπέλι τους, το χωράφι τους, τα καπνοτόπια τους, ακόμα και τη γλάστρα, στην αυλή τους;

Γι' αυτούς η Μικρασία ήταν ο χαμένος παράδεισος.


Υ.Γ. Τα παραπάνω είναι αποτέλεσμα προσωπικών σημειώσεων κυρίως όμως προέρχονται απο δημοσιεύσεις του Κέντρου Μικρασιατικών σπουδών και απο διάφορα site γύρω απο το θέμα.

Απριλίου 27, 2006

Μικρασία 1922 ("Η Σμύρνη μάνα καίγεται" )




«Η πυρκαιά τέθηκε σκόπιμα. Πολλοί Αμερικανοί πολίτες είδαν με τα ίδια τους τα μάτια τους Τούρκους τακτικούς στρατιώτες να βάζουν φωτιά σε σπίτια, κρατώντας κουρέλια βουτηγμένα σε βενζίνη. Η εξόντωση των χριστιανών που ακολούθησε, υπήρξε συστηματική... Πολλοί κατέφυγαν στις εκκλησίες όπου κάηκαν ζωντανοί, όταν οι Τούρκοι τις πυρπόλησαν.» (The London Times, 05/09/1922)

«Οι κεμαλικοί αποφάσισαν ότι η Σμύρνη θα γινόταν στο εξής πόλη καθαρά τουρκική. Οι γνώμες όλων συμπίπτουν: την πυρκαιά την άναψαν οι Τούρκοι, με την σύμπραξη του τακτικού τους στρατού...Οι Τούρκοι, μετά την λεηλασία της αρμενικής συνοικίας και τη σφαγή πολλών κατοίκων της, κατέφυγαν στην φωτιά, για να εξαλείψουν τα ίχνη των εγκλημάτων τους» (Ρενέ Πουώ, Γάλλος συγγραφέας)

«Πυρκαιά ξέσπασε σε πολλά σημεία, άρα επρόκειτο για συστηματική πυρπόληση, που μπορούσε να γίνει μόνο βάσει συντονισμένου σχεδίου. Οι Τούρκοι πυρπόλησαν την Σμύρνη, αποσκοπώντας στην έξωση όλων όσων δεν ήταν μουσουλμάνοι ή Εβραίοι. Η φωτιά που κατέστρεψε την Σμύρνη, ήταν η φυσική αποκορύφωση των ενεργειών του φανατισμένου Τουρκικού Στρατού» (Ενορκη μαρτυρία του καθολικού ιερέα της Σμύρνης, αιδεσιμώτατου Τσαρλς Ντόμπτσον)

Τί ήταν η Σμυρνη


"Κανείς δεν μπορούσε να φθάσει στη Σμύρνη και να μη επισκεφθεί το περίφημο παζάρι της. Ήταν μεγαλύτερο από της Κωνσταντινούπολης, αλλά και πιο δυτικότροπο. Κυριαρχούν τα προϊόντα της αγγλικής βιομηχανίας, γυαλικά, ελβετικά ρολόγια, χαλιά της Περσίας και γλυκά ταψιού." Όπως αναφέρει με έκπληξη ο Γάλλος περιηγητής Paul Eudel, to 1870, από το παζάρι δεν λείπουν τα αρχαία κομμάτια από τα ερείπια της Εφέσου.

Στα χρόνια του 1912 ο πληθυσμός της πόλης υπολογιζόταν σε 240.000 κατοίκους. Οι Έλληνες ήταν 100.000, οι Τούρκοι 60.000, Εβραίοι 20.000, Αρμένιοι 15.000 και 15-20.000 διαφόρων εθνοτήτων.

Οι Ελληνες κατοικούν κοντά στο λιμάνι και στο εμπορικό κέντρο, τον Φραγκομαχαλά, εδώ που από τον 16ο αιώνα διαμένουν οι Ευρωπαίοι, κυρίως Άγγλοι, Γάλλοι, Ολλανδοί, Βενετοί, Γενουάτες.

Από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια η Σμύρνη αναγράφεται ως αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Γάλλος περιηγητής Vital Cuinet ανέφερε ότι υπήρχαν 13 ορθόδοξες εκκλησίες, 10 καθολικές, 3 αρμενικές, 3 εκκλησίες διαμαρτυρομένων και 15 συναγωγές.

Ο ναός της Αγίας Φωτεινής, άγνωστο πότε θεμελιώθηκε, υπήρξε από τους παλαιότερους της Σμύρνης. Στα 1892 τοποθετήθηκε στο κωδωνοστάσιο μεγάλο ρολόι βαυαρικού εργοστασίου. Ήταν το πλέον υψηλό και επιβλητικό μνημείο της εποχής. (Ναός  και κωδωνοστάσιο ανατινάχθηκαν με δυναμίτιδα από τους Τούρκους μετά την καταστροφή.)


















Η φωτιά

Η καταστροφή της άρχισε 7 ημέρες μετά την αποχώρηση και του τελευταίου ελληνικού στρατιωτικού τμήματος από τη Μικρασία και μετά την είσοδο του τουρκικού στρατού, του ιδίου του Κεμάλ και των ατάκτων του στην πόλη.



Η μεγάλη πυρκαιά που κατέκαψε την πόλη, αποτέλεσε την «χαριστική βολή» για την ιωνική πρωτεύουσα που, επί 30 αιώνες, βρισκόταν σε ακμή. Το όνειρο του κεμαλισμού έλαβε σάρκα και οστά επάνω στις στάχτες και το αίμα: η ελληνική Σμύρνη ανήκε πλέον στο παρελθόν και στην ιστορική μνήμη.

Οι πρώτες φλόγες που κατέφαγαν τη Σμύρνη κι έσβησαν την ελληνοκότητά της άρχισαν να ξεπηδούν τη νύχτα της 30ής Αυγούστου κυρίως από την Αρμένικη συνοικία πού συνόρευε με το Παζάρι της Σμύρνης, τις Μεγάλες Ταβέρνες  τη συνοικία του Αγίου Γεωργίου και  με την Μητρόπολη της "Αγ. Φωτεινής. Φωτιά απο ότι φάνηκε αργότερα εκδηλώθηκε αρχικά στην αρμενική συνοικία και συγκεκριμένα από την ανατίναξη της Αρμενικής Εκκλησίας του Αγίου Νκολάου, όπου είχαν καταφύγει τα γυναικόπαιδα και πολιορκούντο από τους Τούρκους. Την πολιορκία την έσπασε με το ασκέρι του ο Έλληνας καπετάνιος Σιδερής (Ισίδωρος) Πανταζόπουλος, που επί πολλά έτη πολεμούσε τους άτακτους Τσέτες ληστές στα γύρω βουνά. Οι Έλληνες μπήκαν μέσα στην εκκλησία και έδωσαν νερό και τρόφιμα στους πολιορκημένους, όμως, οι πολυπληθέστεροι Τούρκοι γρήγορα ανασυντάχθηκαν και παίρνοντας πυρίτιδα από γειτονική πυριταδαποθήκη, περικύκλωσαν και πάλι την εκκλησία και την ανατίναξαν. Με τη βοήθεια του ευνοϊκού για τους Τούρκους ανέμου (που έπνεε αντίθετα από την τουρκική συνοικία) και της βενζίνης με την οποία οι Τούρκοι ράντιζαν τα σπίτια, η φωτιά φούντωσε . Όσο οι ώρες περνούσαν τόσο οι φλόγες υψώνονταν  Πυροβολισμοί κι εκρήξεις συνόδευαν τον εμπρησμό της άλλοτε χαρούμενης πολιτείας της πανάρχαιας πρωτεύουσας της πιο ελληνικής κι από την Ελλάδα Ιωνίας. Στο μεταξύ με την βοήθεια  της νύχτας  τούρκοι  εμπρηστές περιέτρεχαν τις σκοτεινές συνοικίες αδειάζοντας κουβάδες τη βενζίνη και το πετρέλαιο. Προπαντός όμως το πρωί της 31ης Αυγούστου είχε τεθεί σε πλήρη εφαρμογή το σχέδιο του Νουρεντίν Πασά . Οι φλόγες η μία μετά την άλλη αναπηδούσαν από τις δύο χριστιανικές συνοικίες. Τα κτίρια πού ήθελε ο τουρκικός στρατός και η διοίκηση να διασώσουν τα προστάτευαν κατεδαφίζοντας τα πλαϊνά κτίρια και δημιουργώντας κενό για να μη μεταδοθεί η πυρκαγιά. "Δηλαδή οικοπεδοποιούσαν τον πλαϊνό χώρο. Έτσι διασώθηκε η ιταλική Σχολή, το Κεντρικό Παρθεναγωγείο και τα νεόδμητα (κτίρια της Ευαγγελικής Σχολής και του Ιωνικού πού δεν πρόλαβαν να το λειτουργήσουν οι Έλληνες.
Αναρίθμητοι ήταν εκείνοι πού κάηκαν ζωντανοί μέσα στα σπίτια τους και τα μαγαζιά τους. Ακόμη και οι ανήμποροι να μετακινηθούν άρρωστοι των νοσοκομείων έγιναν κι αυτοί στάχτη. Ανάμεσα τους και ο διάσημος Ιατρός Ιπποκράτης Αργυρόπουλος πού αρκετό καιρό βρισκόταν κλινήρης στο νοσοκομείο της Σμύρνης. Ένα μεγάλο πλήθος καιγόμενων Σμυρναίων μετακινήθηκε στον «Πανιώνιο» και κατέκλυσε τις κερκίδες του για να σωθεί. Άλλοι πάλι με τα βρέφη τους στις αγκαλιές έτρεχαν στο νεκροταφείο της πόλης τους

Μαρτυρίες από τους Ρενέ Πυώ στο βιβλίο του «ο θάνατος της Σμύρνης», τον αυτόπτη και αύτήκοο Πάλμερ Κίμπερλεγκ στο βιβλίο του «Το κορυφαίο έγκλημα του πολιτισμού», και  από τον «Καλό Σαμαρείτη» του  Τζωρτζ Χόρτον, γενικού  Πρόξενου των Η.Π.Α. στη Σμύρνη του 1922  γράφουν : «Ισχυρά απόβασης υπό την προστασίαν των πυροβόλων του στόλου, θα ήταν πολύ αποτελεσματική. Υπάρχουν δύο ιστορικά προηγούμενα, του Ναυαρίνου στα 1827, καί της Κρήτης στα 1897. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, οι ναύαρχοι χωρίς να περιμένουν οδηγίες των κυβερνήσεων τους, ενήργησαν με δική τους πρωτοβουλία και οι ενέργειες τους με τα γνωστά αποτελέσματα. Οι σύμμαχοι όμως δεν θέλησαν να σώσουν την Σμύρνη» (Ρενέ Πυώ, Ό θάνατος της Σμύρνης)Και όχι μόνο δεν θέλησαν να σώσουν την Σμύρνη και τους χριστιανικούς πληθυσμούς αλλά με εξαίρεση τους αμερικανούς ναύτες κτυπούσαν με κοντάρια τους έλληνες και τους αρμένιους πού κατόρθωσαν να φθάσουν κολυμπώντας στα πλοία τα υποτιθέμενα χριστιανικά αυτά πλοία σωτηρίας αλλά ξύλο αντί σωτηρία βρήκαν .. «Στις (2 π.μ.) 15 Σεπτεμβρίου 1922 οι επιβαίνοντες στα πολεμικά των λεγομένων χριστιανικών δυνάμεων, των ναυλοχούντων εις τον γραφικό λιμένα της Σμύρνης, εθεώντο εκ μακράς αποστάσεως την πυρπόλησιν της πόλεως και την σφαγήν των κατοίκων της. Οι ναύαρχοι αυτών των στόλων, άκουγαν απαθείς τάς φωνάς των γυναικών, τούς θρήνους των παιδιών, τάς οιμωγάς των σφαζομένων λαών».



Ξένες εφημερίδες μεταδίδουν μέσω των ανταποκριτών τους:«Με κάρα, γαϊδούρια, άλογα, αραμπάδες, με κάθε είδους τροχοφόρο, άλλοι στους ώμους, μικροί και μεγάλοι, οικογένειες ολόκληρες τούρκων κουβαλούσαν ανενόχλητοι τα κλοπιμαία, παράνομο καρπό της λεηλασίας τους». Το τρίπτυχο δράμα βιασμών, σφαγών, λεηλασιών, κορυφώθηκε τη νύκτα της 31ης Αυγούστου ξημερώνοντας η αποφράδα της 1ης Σεπτεμβρίου. Στη λαϊκή συνοικία τη λεγόμενη Τεπετζίκι σφάχτηκαν 300 γυναίκες, 80 νήπια, 550 άνδρες  από τσέτες και ζεμπέκηδες δηλ. τους άτακτους του τουρκικού στρατού πού αποτελούν την εγκληματική πρωτοπορία .
 «Στη συνοικίαν του Αγίου Κωνσταντίνου διεπράχθησαν φρικαλέα εγκλήματα από τους τσέτες. Στην εκκλησία μέσα της Μυρτιδιώτισσας στο Μερσινλή στραγγαλίσθηκαν δεκάδες κορίτσια ενώ στρατιώτες αποπατούσαν πάνω στην Αγία Τράπεζα. Πτώματα επί πτωμάτων στοιβάχθηκαν και σχημάτισαν σορούς το Οινοπνευματοποιείο του Πανάρετου και συγκεκριμένα στη συνοικία του αγίου Βουκόλου  είχαν καταφύγει εκατοντάδες γυναικόπαιδα και κτυπήθηκαν εκεί μέσα με όλμους και χειροβομβίδες.»

«Σε όλη την ευρύτερη παραλιακή ζώνη της Σμύρνης από το Κοκάργιαλι έως το Κορδελιό και σε μήκος 30 χιλιομέτρων οι Τούρκοι επιδόθηκαν σε γενική σφαγή των Ελλήνων κατοίκων και προσφύγων. Ολόκληρες οικογένειες εκτελούντο εν ψυχρώ».

«Στα προάστια Αγία Τριάδα και Πετρωτά, οι κάτοικοι βρήκαν τραγικό θάνατο εντός των εκκλησιών, στις οποίες είχαν καταφύγει. Στη συνοικία Τεπετζίκι οι Τούρκοι εκτέλεσαν περισσότερες από 300 γυναίκες και 66 βρέφη.»

Ο Γάλλος συγγραφέας Ρενέ Πουώ κατέγραψε μαρτυρίες συμπατριωτών του, οι οποίοι έκαναν λόγο για αποκεφαλισμένα σώματα μικρών παιδιών γύρω από την αρμενική μητρόπολη του Αγίου Στεφάνου.

Ο Αγγλος Ρόυ Τρέλοαρ, αντιπρόσωπος μεγάλης βρετανικής εταιρίας στην Σμύρνη κατέθεσε ενδεικτικά ότι από τα πεταμένα στους δρόμους πτώματα, η νοσογόνος δυσοσμία ήταν τόσο ανυπόφορη, ώστε ήταν αδύνατο να πλησιάσει κανείς στις Αρμενικές γειτονιές.

Αλλά, και στην προκυμαία η κατάσταση που επικρατούσε ήταν φρικώδης. Ιδιαίτερα ατιμωτική υπήρξε η μεταχείριση από τους Τούρκους των Ελλήνων αιχμαλώτων αξιωματικών και οπλιτών, οι οποίοι τους υποχρέωναν να καθαρίζουν γυμνοί την προκυμαία. Οι ταλαιπωρίες τους διήρκεσαν πολλές ημέρες, ενώ αρκετοί από αυτούς θανατώθηκαν με απαγχονισμό.

Στο Μερσινλί, στην εκκλησία της Παναγιάς της Μυρτιδιώτισσας, οι Τούρκοι, αφού ασέλγησαν σε δεκάδες κοπέλες [...] τις στραγγάλισαν. Στο προάστιο αυτό κατεσφάγησαν όλοι οι εκεί παραμένοντες.

Στο προάστιο Μπαιρακλί, προκειμένου, προκειμένου να αποφύγουν την ατίμωση και το βασανιστικό τέλος, εκατοντάδες νέες προτίμησαν να πέσουν στην θάλασσα, βρίσκοντας έτσι θάνατο από πνιγμό

Ο μαρτυρικός θάνατος  του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου

Το απόγευμα της 27ης Αυγούστου του 1922, ενώ ο Τουρκικός Στρατός ήλεγχει πλέον πλήρως την Σμύρνη, ένας Ιταλός καθολικός ιερέας ενημέρωσε τους Γάλλους σχετικά με τον θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχε ο Χρυσόστομος. Πολύ σύντομα μια γαλλική περίπολος, αποτελούμενη από 20 ναύτες, κατέφθασε στην Μητρόπολη, την Αγία Φωτεινή, με σκοπό να φυγαδεύσει τον Χρυσόστομο. Οι Γάλλοι ζήτησαν από τον Μητροπολίτη να τους ακολουθήσει είτε στο προξενίο τους είτε στην καθολική εκκλησία της Sacre Coeur (Καρδιά του Ιησού). Εκείνος όμως αρνήθηκε τονίζοντάς τους ότι το καθήκον του υπαγόρευε να παραμείνει με το ποίμνιό του, «ως καλός ποιμένας», όπως χαρακτηριστικά δήλωσε.

Λίγο αργότερα, κατά τις 19.30, κατέφθασε ένας Τούρκος αξιωματικός, ο οποίος συνοδευόταν από δύο στρατιώτες. Οδήγησαν τον Χρυσόστομο στην πλατεία Διοικητηρίου, μαζί με δύο από τα πλέον εξέχοντα πρόσωπα της Σμύρνης: τον δημογέροντα Γεώργιο Κλιμάνογλου και τον νομικό Νικόλαο Τσουρουκτσόγλου, εκδότης της γαλλόφωνης εφημερίδας «La Reforme». Η γαλλική περίπολος ακολούθησε τον μητροπολίτη, ο οποίος βρισκόταν ήδη ενώπιον του Νουρεντίν πασά. Ο τελευταίος έδωσε εντολή να εκτελεστούν οι δύο δημογέροντες. Ακολούθως απευθύνθηκε στον Χρυσόστομο λέγοντάς του: «Εμείς, θα τα βρούμε μαζί». Και συνέχισε, εξυβρίζοντάς τον χυδαία και κατηγορώντας τον για την φιλελληνική του στάση και τις ενέργειές του εναντίον του Τουρκικού έθνους. Κατόπιν του ανακοίνωσε ότι το «επαναστατικό δικαστήριο της ανεξαρτησίας», στην Αγκυρα, είχε ήδη αποφασίσει την καταδίκη του σε θάνατο.

Επειτα, ο Τούρκος αξιωματούχος κατευθύνθηκε προς το μπαλκόνι του κτηρίου, απ' όπου αντίκρισε, στην πλατεία Διοικητηρίου, τη θέα μαινόμενου πλήθους, 1.500 περίπου Τούρκων, στους οποίους απηύθυνε τα παρακάτω λόγια, δείχνοντας συγχρόνως τον Χρυσόστομο: «Αν καλό σας έκανε τούτος να του το ανταποδώσετε. Αν κακό σας έκανε, κάντε του και εσείς κακό! Εγώ σας παραδίδω τον χιρσίζ ντομούζ (κλεφτογούρουνο). Το μαρτύριο του  είχε μόλις αρχίσει.

Ο Τουρκικός όχλος, τελώντας σε έξαλλη κατάσταση, παρέλαβε τον Χρυσόστομο. Επιτέθηκε εναντίον του κτυπώντας τον με γροθιές, λοστούς και ξύλα και τον οδήγησαν σε ένα κουρείο, όπου τον ανάγκασαν να φορέσει μια λευκή μπλούζα. Στην συνέχεια, του ξερίζωσαν τη γενειάδα και τον έσυραν στην τουρκική συνοικία, προπηλακίζοντας και πτύνοντάς τον. Εκεί του επεφύλαξαν έναν αργό και βασανιστικό θάνατο: τον μαχαίρωσαν σε πολλά σημεία του σώματος του, εξόρυξαν τους οφθαλμούς του και του έκοψαν τα αυτιά και την μύτη.

Στο μαρτύριο του μητροπολίτη παρευρέθηκαν και οι 20 Γάλλοι ναύτες, την αντίδραση των οποίων περιέγραψε ο Γάλλος συγγραφέας Ρενέ Πουώ: «Η γαλλική περίπολος παρακολουθούσε... Οι Γάλλοι ναύτες «είχαν βγει από τα ρούχα τους». Χωρίς υπερβολή, έτρεμαν από αγανάκτηση και αποφάσισαν να επέμβουν. Ο επικεφαλής αξιωματικός τους, όμως, ακολουθώντας τις διαταγές που είχε, με το περίστροφο στο χέρι, τους εμπόδισε να κάνουν οποιαδήποτε κίνηση.... Δεν ξαναείδαμε τον Χρυσόστομο, που τον αποτελείωσαν σε μικρή απόσταση». Σύμφωνα με μια εκδοχή, ένας Τούρκος πυροβόλησε τον μητροπολίτη δύο φορές στο κεφάλι, δίνοντας τέλος στο μαρτύριό του. Κανείς δεν κατόρθωσε να πληροφορηθεί τι απέγινε - ότι απέμεινε από το κατακρεουργημένο σώμα του Χρυσοστόμου. Φημολογείται, ωστόσο ότι κατέστη δυνατό να ενταφιαστεί στο γήπεδο του Απόλλωνα.

Τραγικό υπήρξε και το τέλος των δυο δημογερόντων που τον συνόδευαν. Ο Γεώργιος Κλιμάνογλου απαγχονίσθηκε. Τον Νικόλαο Τσουρούκτσογλου, αφού τον έδεσαν από τα πόδια σε ένα αυτοκίνητο, τον περιέφεραν στο κέντρο της Σμύρνης, ενώ το κεφάλι του συρόταν στα λιθόστρωτα καλντερίμια.


 Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Αρμένιος επίσκοπος, Γεβόντ Τουριάν, ζήτησε αρχικά άσυλο σε ένα καθολικό εκκλησιαστικό ίδρυμα. Τελικά κατόρθωσε να μεταβεί στις Η.Π.Α. Εκεί όμως εκτελέστηκε από Αρμένιους αγωνιστές, ακριβώς γιατί εγκατέλειψε το ποίμνιό του, αποφεύγοντας να θυσιαστεί μαζί του όπως έπραξε ο Χρυσόστομος.

Η τελευταία υποστολή σημαίας από τον Κ. Στούρνα

Σε μένα λαχαίνει ο θλιβερός ρόλος να κατεβάσω τη σημαία την Ελληνική από το ψηλό κοντάρι της για τελευταία φορά. Η σημαία αυτή κυματίζει τρία χρόνια τώρα, αφ' ότου έγινε η κατάληψη της Σμύρνης. Προκλητική στο ψηλό κοντάρι της αντίκρυ στον Τουρκομαχαλά, που υψώνεται πάνω ως τον Πάγο και τους Μπες Τεπέδες με το χανουμολόι και τις δεκοχτούρες. Πόσες αυγές μουεζίνηδες, χανούμισσες, μπέηδες, αγάδες, δεν αντίκρυσαν με βλέμμα μίσους τις πτυχές της. Πόσες φορές δεν αναπόλησαν στη θέση της τη σημαία του Ισλάμ με το μισοφέγγαρο και δεν ήλπιζαν να την ξαναϊδούν πάλι. Και να τώρα, που η στιγμή έφτασε. Η στιγμή που δεν την περίμεναν αληθινά. Να, που εγώ αυτή την ώρα θα κατεβάσω σιγά σιγά απ' το κοντάρι τη γαλάζια σημαία. Βγαίνω έξω τάχα αδιάφορος και κοιτάζω έναν όμιλο Τούρκων που παρακολουθεί απ' τη γωνιά του δρόμου με περιέργεια και χαρά κάθε κίνησή μας. Δεν έχω καμμιά αιτία να οχτρεύομαι αυτούς τους... ραγιάδες Τούρκους. Μα πρέπει εγώ να παίξω το ρόλο μου, ρόλο αδιάφορου, για να μην πάρουν είδηση πως έχουμε αποφασίσει να φύγουμε και μας χτυπήσουν. Η καρδιά μου είναι βαρειά. Κατεβάζω τη γαλανόλευκη σημαία σιγά-σιγά, όπως γινόταν τακτικά κάθε δειλινό τρία χρόνια τώρα, κι αφήνω απάνω στο ψηλό κοντάρι το σημαιόσκοινο, για να νομίσουν ότι και αύριο πρωί θα ξανασηκωθή στη θέση της.

Υ.Γ. Τα παραπάνω είναι αποτέλεσμα προσωπικών σημειώσεων κυρίως όμως προέρχονται απο δημοσιεύσεις του Κέντρου Μικρασιατικών σπουδών και απο διάφορα site γύρω απο το θέμα.

Απριλίου 26, 2006

Μικρασία 1922 (Κάποιοι λεβέντες )

1.Αριστείδης Στεργιάδης


















Ύπατος Αρμοστής της Σμύρνης από το 1919 ως το 1922, η "αινιγματική προσωπικότητα", ο άνθρωπος που επιλέχτηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο για τη θέση αυτή, στην οποία παρέμεινε μυστηριωδώς και από τους αντιπάλους του μετά τις εκλογές του 1920.Ο ίδιος δίστασε και καθυστέρησε όσο μπορούσε να αναλάβει τα καθήκοντά του το 1919. Μόνο οι θερμές παρακλήσεις του Βενιζέλου μετά τα αιματηρά επεισόδια της απόβασης τον έπεισαν να παρουσιαστεί στη Σμύρνη στις 18 Μαΐου. Ο ίδιος δεν πίστευε στην εκστρατεία εκτιμώντας ότι η συνολική επιχείρηση θα οδηγούσε σε σκληρό πόλεμο Ελλήνων και Τούρκων με ανυπολόγιστες συνέπειες για την Ελλάδα.Από την άφιξή του κιόλας οι σχέσεις του με τον ελληνικό πληθυσμό ήταν δυσχερείς. Αποφασισμένος να μη δεχτεί επεμβάσεις στο έργο του ούτε από τη σμυρναϊκή δημογεροντία ούτε από τη Μητρόπολη ούτε καν από την Αθήνα, γρήγορα δυσαρέστησε τους πάντες προσηλωμένος στην εντολή του πρωθυπουργού για επίτευξη κλίματος ειρηνικής συνύπαρξης Ελλήνων και Τούρκων, οι οποίοι εξέλαβαν τη στάση του ως μεροληπτική εναντίον τους και υπέρ των Τούρκων. Συχνά συγκρούστηκε με τη στρατιωτική διοίκηση για τα όρια των αρμοδιοτήτων της και συγκέντρωσε την οργή των Μικρασιατών.Το καλοκαίρι του 1922 ήταν ίσως ο μόνος που είχε επίγνωση της κατάστασης και της επικρεμάμενης Καταστροφής. Ο ίδιος έστειλε διαβήματα στην Αθήνα για αποστολή πλοίων που θα μετέφεραν τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Όταν όμως επήλθε η Καταστροφή, κατηγορήθηκε ότι απέκρυψε την πραγματικότητα από τους κατοίκους και δεν τους επέτρεψε έτσι να λάβουν μέτρα για τη μεταφορά και τη σωτηρία τους. Μέρες μόλις πριν από την Καταστροφή έστελνε μάλιστα μήνυμα στους αντιπροσώπους της Αρμοστείας σε άλλες πόλεις να μην ενθαρρύνουν τους ελληνικούς πληθυσμούς να αποχωρήσουν μετά την κατάρρευση του μετώπου.Ο ίδιος αναχώρησε από τη Σμύρνη με αγγλικό πλοίο για να εγκατασταθεί τελικά στη Νίκαια της Γαλλίας μέχρι το τέλος της ζωής του, χωρίς να ξαναβρεθεί ποτέ ούτε σε ελληνικό ούτε σε τουρκικό έδαφος.

Όταν ο Στεργιάδης ανακοίνωσε στον νεαρό τότε πολιτικό Γεώργιο Παπανδρέου την επερχόμενη καταστροφή, δέχτηκε την ερώτηση: «Γιατί δεν ειδοποιείτε τον κόσμο να φύγει;» Η απάντηση του «Έλληνα αρμοστή Σμύρνης» ήταν η εξής: «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα»!

2.Οι επτά που έγιναν έξι













απόσπασμα επιστολής του Πρίγκηπα Ανδρέα προς τον Ιωάννη Μεταξά
(Ι. Μεταξά, Ημερολόγιο, Παράρτημα 1921-1922, σ. 757-60):
Απαίσιοι πραγματικώς είναι οι εδώ Έλληνες, εκτός ελαχίστων. Επικρατεί Βενιζελισμός ογκώδης και κατά την l5ην Δεκεμβρίου [σημ.: εορτή του Αγίου Ελευθερίου] είχον κλείσει σχεδόν όλα τα καταστήματα. Θα ήξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ δια να τους πετσοκόψη όλους αυτούς τους αχρείους, οι οποίοι φέρονται ούτω κατόπιν του φοβερού αίματος όπερ εχύσαμεν εδώ.

Ο πρίγκιπας Ανδρέας ήταν ο τέταρτος γιος του βασιλιά Γεώργιου Α/. Ήταν παντρεμένος με την Αλίκη, Αγγλίδα πριγκίπισσα και αδελφή του λόρδου Μαουντμπάτεν και την βασίλισσας της Σουηδίας, Λουΐζας. Απέκτησε τέσσερις κόρες και ένα γιο, τον σημερινό σύζυγο της βασίλισσας της Αγγλίας, Φίλιππο. Στις 1 Νοεμβρίου 1920 παίρνει μέρος σαν υποστράτηγος στην Μικρασιατική εκστρατεία διοικώντας την ΧΙΙ Μεραρχία και στην συνέχεια προάγεται σε αντιστράτηγο και αναλαμβάνει τη διοίκηση του Β Σώματος Στρατού. Το 1921, ο Μικρασιατικός πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη. Ο πρίγκιπας Ανδρέας ( ο ίδιος χρησιμοποιούσε τον τίτλο «βασιλόπαις» ως γιος του Γεώργιου Α), ήρθε στην πρώτη ρήξη με τους επιτελείς του, όταν ο αρχιστράτηγος Παπούλας διατάσει το Β Σώμα Στρατού που διοικούσε να προχωρήσει. Ο Ανδρέας κρατάει ολόκληρο το Σώμα στάσιμο για 12 μέρες (17 έως και 28 Αυγούστου) μη εκτελώντας την διαταγή του αρχιστράτηγου, διότι κατά την κρίση του αυτό ήταν το καλύτερο. Η κύρια ρήξη όμως έρχεται όταν ο Παπούλας αναμένοντας επίθεση εναντίον του Γ Σώματος Στρατού και σχεδιάζοντας να αιφνιδιάσει τον Κεμάλ με ταυτόχρονη επίθεση των δυο άλλων Σωμάτων και διατάζει τον Β Σώμα του Ανδρέα να κινηθεί. Ο πρίγκιπας Ανδρέας έχει και πάλι διαφορετική άποψη. Χωρίς έγκριση του Παπούλα , μετακινεί το Σώμα που διοικούσε πίσω από το Γ Σώμα Στρατού, αφήνοντας πλήρως ακάλυπτο από τις πλευρές και νώτα το Α Σώμα Στρατού. Ο Ανδρέας αντικαταστάθηκε από τον Υποστράτηγο Τρικούπη και στην συνέχεια ως πολίτης εκφράζει στις 21 Δεκεμβρίου 1921 με επιστολή του προς τον Ι. Μεταξά το μίσος του για τον Μικρασιατικό Ελληνισμό και ευχές για νίκη του Κεμάλ ώστε να τιμωρηθούν οι Βενιζελικοί Μικρασιάτες! Μετά την Μικρασιατική καταστροφή και το δράμα της Σμύρνης, στις 11 και 12 Σεπτεμβρίου 1922 εξελίσσεται επανάσταση στη Χίο και Μυτιλήνη με ηγέτες τους Ν. Πλαστήρα και Σ. Γονατά, που απαιτούν εκθρόνιση του Κωνσταντίνου, παραίτηση της κυβέρνησης και διάλυση της Βουλής. Ο Κωνσταντίνος παραιτείται και στις 29 Σεπτεμβρίου στον θρόνο αναβαίνει ο Γεώργιος Β και η Επαναστατική Επιτροπή, αναθέτει στον Θ. Πάγκαλο την προεδρία της ανακριτικής επιτροπής για τον καταμερισμό ευθυνών. Η Επιτροπή παραπέμπει σε δίκη, όπου καταδικάζονται σε θάνατο και εκτελούνται στις 15 Νοεμβρίου 1922, οι Ν. Στράτος, Ν. Θεοτόκης (τ. υπουργός Στρατιωτικών) , Γ. Μπαλτατζής (τ. υπουργός Εξωτερικών), Δ. Γούναρης (τ. πρωθυπουργός), Π. Πρωτοπαπαδάκης (τ. πρωθυπουργός) και Γ. Χατζανέστης (τ. αρχιστράτηγος), με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας», για την καταστροφή της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Ήταν η λεγόμενη «Εκτέλεση των έξι». Ο Πάγκαλος κι ενώ γινόταν η διεξαγωγή της ανάκρισης για τους πολιτικούς υπευθύνους που προαναφέραμε, δίνει εντολή στον συνταγματάρχη Χ. Λούφα να μεταβεί με αντιτορπιλικό στην Κέρκυρα και να συλλάβει τον πρίγκιπα Ανδρέα. Στις 13 Οκτωβρίου 1922 ο Ανδρέας τίθεται σε αυστηρή απομόνωση στο ανάκτορο του πρίγκιπα Γεώργιου, με φρουρά αξιωματικών της Επανάστασης δίχως να επιτραπεί στους συγγενείς του να τον δουν. Τέσσερις μέρες μετά την εκτέλεση των έξι, στις 19 Νοεμβρίου γίνεται η δίκη του Ανδρέα η οποία ολοκληρώθηκε αυθημερόν, η απόφαση λήφθηκε παμψηφεί και αναγνωρίζοντάς του ελαφρυντικά λόγω απειρίας,(ηλιθιότητας εννοεί) καταδικάσθηκε σε καθαίρεση και ισόβια εξορία.
Η φυγή του Ανδρέα: Μετά από την απόφαση του δικαστηρίου ο Πάγκαλος (!) πήγε στο σπίτι του αντιστράτηγου Πάλλη, στο οποίο διέμενε ο Ανδρέας, και αφού παρέλαβε τον πρίγκιπα, την σύζυγο του και μέλη της ακολουθίας του, τους μετέφερε στο Φάληρο. Εκεί βρισκόταν το βρετανικό αντιτορπιλικό «Καλυψώ» επί του οποίου βρισκόταν ο Άγγλος πλοίαρχος Τ. Τάλμποτ. Το "Καλυψώ" σταμάτησε στην Κέρκυρα για να παραλάβει τα παιδιά του πρίγκιπα και στην στη συνέχεια το αγγλικό αντιτορπιλικό άφησε τους πρίγκιπες στο Πρίντιζι. Από εκεί έφθασαν σιδηροδρομικώς στο Παρίσι και τελικά ύστερα από δύο ημέρες έφυγαν για το Λονδίνο. Η Αγγλία που είχε διακόψει διπλωματικές σχέσεις με την Ελλάδα εξ αιτίας της δίκης των πολιτικών, με συνεχείς και έντονες πιεστικές επεμβάσεις, είχε υποσχεθεί έκτακτη οικονομική βοήθεια για την περίθαλψη των προσφύγων, σε επικείμενη θετική εξέλιξη της δίκης του Ανδρέα. (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τ. 20 σελ. 246). Ο Άγγλος πλοίαρχος Τζέραλντ Τάλμποτ που είχε υπηρετήσει σαν ναυτικός ακόλουθος της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα, κάνει ξανά την εμφάνισή του στην Ελλάδα, επί δικτατορίας Θ. Πάγκαλου, το 1925, όταν εμφανίζεται ως ο μεγαλοϊδιοκτήτης της περιβόητης εταιρείας Πάουερ, προκατόχου της ΔΕΗ.
Τα μετέπειτα της εξορίας:
Ανεξάρτητα από την εξέλιξη της προσωπικής του ζωής, ο Ανδρέας έζησε μόνος του στο Μόντε Κάρλο. Η επιλογή της πόλης ίσως να μην είναι τυχαία, μιας και στην ίδια πόλη έζησε και ένα άλλο πρόσωπο που συνδέθηκε με την Μικρασιατική Καταστροφή και μάλιστα με την καταστροφή της Σμύρνης. Ο Αριστείδης Στεργιάδης. Και οι δύο, άλλος πολύ άλλος λιγότερο ήταν συνταυτισμένοι με τις τραγικές ώρες του 1922. Και τους δυο, οι Άγγλοι φρόντισαν να διαφυλάξουν και να προστατεύσουν, μεταφέροντάς τους σε ασφαλές καταφύγιο μακριά από την Ελλάδα. Κατά την διάρκεια της κατοχής, οι Γερμανοί βολιδοσκόπησαν τον Ανδρέα, ώστε να τον στέψουν βασιλέα της Ελλάδος, αλλά εκείνος δεν ανταποκρίθηκε. Πέθανε από καρδιακό νόσημα τον Δεκέμβριο του 1944

3.Και όλα τα είχε η Μαριωρή


«Αν δεν νικιόμασταν στην Μ. Ασία, η Τουρκία θα ήτανε σήμερα πεθαμένη και εμεις μεγάλη Ελλάδα. Τη «λευτεριά» μας θα την στηρίζαμε στην υποδούλωση του τουρκικού λαού. Αυτό εμείς δεν το δεχόμαστε. Το αποκρούουμε κατηγορηματικά. Η αστικο-τσιφλικάδικη Ελλάδα στην Μ. Ασία πήγε όχι ως εθνικός απελευθερωτής αλλά ως ιμπεριαλιστική δύναμη, όργανο των Εγγλέζων μεγαλοκαρχαριών. Πήγαινε αυτού όχι μόνο για να διαιωνίση την ξενική κυριαρχία πάνω στον τουρκικό λαό μα και να κάμη την Τουρκία αντισοβιετικό ορμητήριο. Δεν είναι αυτός ο δρόμος της ειρηνικής δημοκρατικής συμβίωσης των λαών της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η Μικρασιατική εκστρατεία δεν χτυπούσε μόνο την νέα Τουρκία, μα στρεφότανε ενάντια στα ζωτικότατα συμφέροντα του Ελληνικού λαού. Γι? αυτό εμείς, όχι μόνο δεν λυπηθήκαμε για την αστικο-τσιφλικάδικη ήττα, στην Μ. Ασία, μα και την επιδιώξαμε». (απόσπασμα από την εφημερίδα «Ριζοσπάστης»).


Ενας φίλος


Ο Χεμινγουαίη για τον πόλεμο της Μικρασίας,
την έξοδο από την Ανατολική Θράκη και τους πρόσφυγες.

Οι Ελληνες ήταν πρώτης τάξεως πολεμιστές και σίγουρα, κάμποσα σκαλοπάτια παραπάνω από το στρατό του Κεμάλ. Αυτή είναι η άποψη του Γουίτταλ. Πιστεύει ότι οι τσολιάδες θα είχαν καταλάβει την Άγκυρα - και θα είχαν τελειώσει τον πόλεμο αν δεν είχαν προδοθεί. Όταν ο Κωνσταντίνος ήρθε στην εξουσία όλοι οι Έλληνες αξιωματικοί που ήταν σε επιτελικές θέσεις υποβαθμίστηκαν αμέσως σε χαμηλότερα πόστα. Πολλοί απ' αυτούς είχαν πάρει τα γαλόνια τους με ανδραγαθήματα στο πεδίο της μάχης. Ηταν έξοχοι πολεμιστές και σπουδαίοι ηγέτες. Αυτό δεν εμπόδισε το κόμμα του Κωνσταντίνου να τους διώξει και να τους αντικαταστήσει με αξιωματικούς που δεν είχαν ακούσει ποτέ τους να πέφτει ούτε μια ντουφεκιά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να σπάσει το μέτωπο.

Ολη τη μέρα τους έβλεπα να περνούν από μπροστά μου. Κουρασμένοι, βρώμικοι, αξύριστοι, ανεμοδαρμένοι. Και γύρω τους η σιωπή της ξαφνιασμένης Θράκης. Εφευγαν. Χωρίς μπάντες, χωρίς εμβατήρια, χωρίς καν περίθαλψη! Μόνο με μια βρώμικη κουβέρτα ο καθένας. Και με συντροφιά, βέβαια, τα κουνούπια της νύκτας. Αυτοί οι άνδρες ήταν οι σημαιοφόροι της δόξας, που πριν λίγο καιρό, λεγόταν Ελλάδα. Κι αυτή η εικόνα ήταν το φινάλε της δεύτερης πολιορκίας της Τροίας...

Ερνεστ Χεμινγουαίη, 1922

Ο ελληνικός πληθυσμός της Θράκης έχει πλημμυρίσει τη Μακεδονία. Είναι κι όλας εκεί μισό εκατομμύριο, αλλά μένει να έρθουν άλλες διακόσιες πενήντα χιλιάδες άνθρωποι. Ποιος θα τους θρέψει; Κανένας δεν ξέρει και μέσα στον επόμενο μήνα και στα επόμενα χρόνια όλος ο χριστιανικός κόσμος θα ακούει μια σπαραχτική κραυγή που ελπίζω να φτάνει και μέχρι τον Καναδά: "Μην ξεχνάτε τους Έλληνες της Μακεδονίας".

Η τελευταία ανταπόκριση του Ερνεστ Χεμινγουαίη για την καταστροφή του 1922.

Απριλίου 25, 2006

Μικρασία 1922 (Η άλλη άποψη )







Το ενάμισι εκατομμύριο προσφύγων που κατέφυγαν στην Ελλάδα έφερε μαζί τους μνήμες αιώνων αλλά και αφηγήσεις πρόσφατης τούρκικης θηριωδίας. Στη Μικρά Ασία ο ελληνικός στρατός φεύγοντας άφησε στον ντόπιο πληθυσμό αναμνήσεις σκληρής κατοχής.

Για τους Τούρκους ο πόλεμος στη Μικρά Ασία ήταν πόλεμος απελευθερωτικός. Για τους Έλληνες που πολεμούσαν προχωρώντας πέρα από το Αφιόν Καραχισάρ και το Εσκί Σεχήρ ήταν πια πόλεμος σε ξένο έδαφος...


"Ο Μουσταφά Κεμάλ είχε προφητέψει ότι "ο αληθινός λυτρωτής ήλιος των Τούρκων θα έλαμπε με όλη του την μεγαλοπρέπεια την αυγή της επίθεσης".
Η επίθεση ξεκίνησε την 26η Αυγούστου 1922. Την ακολούθησε μια ημέρα που όλα έδειχναν ότι έχουν τελειώσει για τους Ελληνες όπως και η ελπίδα τους να ανατρέψουν την ιστορία χιλίων χρόνων επανεγκαθιστώντας την Ελληνική Αυτοκρατορία που θα περιελάμβανε και την Μικρά Ασία.
Ο Ελληνας διοικητής επιχειρήσεων της εμπροσθοφυλακής συνελήφθη και οι Ελληνες χωρίς αρχηγό άρχισαν να υποχωρούν προς τη Σμύρνη κάτω από την πίεση της Τουρκικής καταδίωξης.
Ο λόρδος Curzon, βρετανός γραμματέας των εξωτερικών ενημερώθηκε από τον Sir Ηorace Rumbold, τότε Υπατο Αρμοστή στην κατεχόμενη ακόμη Κωνσταντινούπολη, ότι οι Ελληνες διασκορπίστηκαν πλήρως αφήνοντας πίσω τους αηδιαστικές μαρτυρίες θηριωδίας και βαρβαρότητας.
Η Τουρκάλα συγγραφέας Halide Edib, που ακολουθούσε τον τουρκικό στρατό έμεινε άναυδη από αυτά που είδε. Περιγράφοντας την Αlasehir, μια μικρή πόλη κοντά στη Σμύρνη, έγραψε:
«Ούτε οι Έλληνες ούτε οι δικοί μας είχαν καιρό να θάψουν τους νεκρούς τους. Ο τουρκικός στρατός πάσχιζε να σώσει τις τουρκικές πόλεις από τη φωτιά. Ο Ελληνικός στρατός έτρεχε να δραπετεύσει από τις φωτιές που είχε ο ίδιος ανάψει και από τις κτηνωδίες. Και οι δυο πλευρές δε δείχνουν έλεος .... Γυναίκες σε κατάσταση υστερίας σκάβουν το έδαφος με τα δάχτυλά τους. Είναι σαν να έχει έρθει η κόλαση στη γη.
Όταν ο τουρκικός στρατός έφτασε στη Σμύρνη, η πόλη ήταν γεμάτη από Έλληνες πρόσφυγες της ενδοχώρας. Ένα μεγάλο άγημα του ελληνικού στρατού εγκατέλειψε την περιοχή λίγο πριν την άφιξη του τουρκικού στρατού. Ωστόσο, μερικά ελληνικά στρατεύματα έμειναν πίσω. Αυτά μαζί με χιλιάδες πρόσφυγες βρίσκονταν σε σύγχυση. Μερικοί πήδηξαν στο νερό σε μια προσπάθεια να φτάσουν τα Συμμαχικά πολεμικά πλοία που ήταν ακόμη στο λιμάνι.
Ο Μουσταφά Κεμάλ μπήκε στη Σμύρνη στις 10 Σεπτεμβρίου 1922 ως ήρωας των Τούρκων. Του διέθεσαν τον οίκο στον οποίο ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε μείνει και είχε ποδοπατήσει την τουρκική σημαία κατά την είσοδό του. Μια ελληνική σημαία είχε απλωθεί πάνω στα μαρμάρινα σκαλοπάτια της εισόδου του οίκου και ο λαός περίμενε τον Μουσταφά Κεμάλ να περάσει από πάνω. Παρόλα αυτά εκείνος αρνήθηκε λέγοντας ότι η τιμή μιας χώρας δεν πρέπει να ποδοπατείται και ότι εκείνος δεν θα ακολουθήσει το λανθασμένο παράδειγμα του Κωνσταντίνου.
Σύντομα η Σμύρνη τυλίχτηκε στις φλόγες: οι Τούρκοι κατηγορούσαν για την πυρκαγιά τους Έλληνες και τους Αρμένιους, οι οποίοι με τη σειρά τους κατηγορούσαν τους Τούρκους. Κανένας από αυτούς που έβλεπαν την πύρινη λαίλαπα δεν μπορούσε να μαντέψει ότι μέσα σε λίγα χρόνια ο Μουσταφά Κεμάλ και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που θα επανεκλεγόταν στην εξουσία για μια ακόμη φορά, θα έκαναν ειρήνη"

ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ

Απριλίου 24, 2006

Η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών

30 Ιουνίου 1934 Μόναχο ξημερώματα

Μια φάλαγγα απο καμια δεκαριά αυτοκίνητα βγαίνει νότια του Μονάχου και κατευθύνεται προς το θέρετρο του Βίσζεε στις όχθες της λίμνης Τέγκερν.
Στα περισσότερα αυτοκίνητα ξεπροβάλλουν μυδράλια και στο μπροστινό δίπλα απο τον σωφέρ κάθεται σιωπηλός ο Χίτλερ.

Τα αυτοκίνητα σταματούν μπροστά σε ένα ξενοδοχείο βουτηγμένο στην πρωϊνή σιωπή. Δεν είναι καλά καλά 7 η ώρα και μπρός στην είσοδο του κτιρίου δύο φρουροί των S.A. αναπηδούν σαστισμένοι καθώς βλέπουν τον Φύρερ να προχωρεί καταπάνω του και ... του παρουσιάζουν όπλα.
Ο Χίτλερ τους αγνοεί και μπαίνει στο κτίριο ακολουθούμενος απο μια κουστωδία αντρών των S.S. . Ζητάει να του δείξουν το δωμάτιο που κοιμάται ο Ερνστ Ραιμ.
Η πόρτα δεν είναι κλειδωμένη και ο Χίτλερ την ανοίγει απότομα. Ξυπνημένος απότομα ο αρχηγός των ταγμάτων εφόδου (S.A), ο παλιός σύντροφος στον αγώνα, ο παλιόφιλος , ο μόνος συνεργάτης που ο Χίτλερ του μιλούσε στον ενικό, ορθώνει το τεράστιο κορμί του το διάστικτο απο ουλές.

Σαστιμένος και πρίν προλάβει να μιλήσει ο Χίτλερ τον περιλούζει με βρισιές . Αντρες των S.S. που έχουν μπεί στο δωμάτιο , του περνούν χειροπέδες και τον σέρνουν έξω προς ένα λεωφορείο που περνούσε τυχαία (?) και το επιτάξανε. Μέσα σ΄ αυτό σωριάζουν κι άλλους αρχηγούς των  S.A. που συλλαμβάνουν στα άλλα δωμάτια του ξενοδοχείου. Πυροβολισμοί αντηχούν στο κτίριο και δύο σώματα κείιτονται κάτω. Το αίμα του Χάϊνες αρχηγού των S.A. της Σιλεσίας ενώνεται με το αίμα του νεαρού σωφέρ του. Τους βρήκαν να κοιμούνται αγκαλιασμένοι και όταν κάποιος απο τους δύο θέλησε να αντιδράσει στην σύλληψη τους πυροβόλησαν. (σημ. Ο Ραίμ ήταν γνωστός για την ομοφυλοφιλία του πραγμα που ποτέ δεν έκρυψε και για αυτόν ο κόσμος υπήρχε αποκλειστικά στην αντρική έκδοση. Το αναφέρω διότι αποτέλεσε μια απο τις αφορμές για την εξόντωσή του).



Ο Ραίμ στα δεξιά του Αδόλφου
τις καλές εποχές

















Ολη η αναταραχή κράτησε το πολύ μια ώρα. Σιωπηλός ο Χίτλερ παίρνει το δρόμο της επιστροφής για το Μόναχο ακολουθούμενος πάντα απο την συνοδεία του και απ΄ λεωφορείο με του συλληφθέντες
Κατευθύνεται στο υπουργείο Εσωτερικών της Βαυβαρίας. Μια ομάδα από 800 επίλεκτους των S.S. με διοικητή τον Σεπ Ντηντριχ ( λιγα χρόνια αργότερα θα μπεί σαν αρχηγός των δυνάμεων κατοχής στην πόλη των Αθηνών) το έχουν ήδη καταλάβει καθώς και το κοντινό κτίριο των φυλακών του Στάντελχάϊμ
Απιστευτη κινητικότητα επικρατεί ανάμεσα στα δυό κτίρια.
Λιστες με ονόματα περνούν και τσεκάρονται απο το χέρι του Χίτλερ και τα S.S. του Ντήντριχ πιάνουν δουλειά . Δεν προλαβαίνουν να κουβαλούν αγουροξυπνημένους «αξιωματικούς» των S.A. και τα αποσπάσματα, καπάκι , πιάνουν δουλειά.
Το σκηνικό είναι πάντοτε το ίδιο. Ενα απόσπασμα απο 8 μαυροφορεμένους άντρες των S.S. απο τους οποίους οι τέσσερις έχουν στα ντουφέκια τους αληθινές σφαίρες . Παρατάσσονται σε γραμμή προς τον κατάδικο. Μια σύντομη διαταγή ακούγεται και πύρ.

Οι περισσότεροι από τα θύματα αυτής της εκκαθάρισης αστραπής δεν παίρνουν καλά καλά χαμπάρι τι τους βρήκε. Ο υψηλόβαθμος των S.A. Αύγουστος Σαϊντχούμπερ ουρλιάζει στους εκτελεστές του :
- Δεν ξέρω τι γίνεται , αλλά σημαδέψτε τουλάχιστον καλά , γουρούνια.

Κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι έγινε πραξικόπημα εναντίον του Χίτλερ και φωνάζουν «Χάιλ Χίτλερ» πριν σωριαστούν νεκροί.

Οσο για τον Ερνστ Ραίμ ο Αδόλφος του επιφυλάσσει ευνοϊκότερη μεταχείριση. Διατάζει να του ακουμπήσουν ένα περίστροφο στο κελλί του για να αυτοκτονήσει «αξιοπρεπώς». Αλλα ο Ραίμ δεν τα γουστάρει αυτά. Πετάει κάτω το περίστροφο και ουρλιάζει:
- Αν πρέπει να σκοτωθώ , άς με σκοτώσει ο ίδιος ο Αδόλφος.
Δύο αξιωματικοί των S.S. μπαίνουν τότε στο κελλί του , και εξ΄ επαφής αδειάζουν τα όπλα τους πάνω στον Ραίμ

Ολο το απόγευμα έκεινης της μακάβριας ημέρας κυλάει χωρίς να σταματήσουν οι πυροβολισμοί από το Σαντελχάϊμ.
Ο Χίτλερ ανησυχεί. Στο Μόναχο η δουλειά τελειώνει αλλά δεν γνωρίζει ακόμα τι γίνεται στο Βερολίνο που την δουλειά έχουν αναλάβει να διεκπεραιώσουν ο Χίμλερ με τον Γκαίρινγκ.
Κάποια στιγμή επικοινωνεί με Βερολίνο και ο Χίμλερ στο τηλέφωνο πληροφορεί :

- Μαιν Φύρερ, αναγκαστήκαμε να επεκτείνουμε την αποστολή ...


Και στο Βερολίνο όπως ήταν προγραμματισμένο η επιχείρηση ξεκίνησε από τα ξημερώματα. Τα S.S. με την συνδρομή της Γκεστάπο του Γκαίρινγκ ακολούθησαν την ίδια μέθοδο. Μόνο που μαζί με τους αξιωματικούς των S.A. φρόντισαν να «λύσουν» και κάποιες παλιές διαφορές .




Ο Ραίμ με τον υφιστάμενό του, αρχηγό των S.S.
Κουρτ Χάινριχ Χίμλερ












Κατάλογοι και φάκελοι πηγαινοέρχονται προς το κτίριο της Σχολής Ευελπίδων που καταλήφθηκε με την ανοχή του στρατού και μεταβλήθηκε σε φυλακή, με μια μονότονη εντολή « Schiessen , Schiessen » (τουφεκίστε, τουφεκίστε)
Λέγεται ότι το μακελειό πήρε τέτοιες διαστάσεις που μερικοί από τους εκτελεστές των S.S. σωριάζονταν κάτω με νευρικούς σπασμούς και χρειάστηκε μέρες πολλές να καθαριστούν οι τοίχοι και το έδαφος από το αίμα των θυμάτων.

Οι νεκροί αυτής της ημέρας και της νύχτας που θα ακολουθησει ξεπέρασαν τους χίλιους.
Ολη η ηγεσία των S.A εξοντώθηκε. Ανάμεσά τους και ο «στρατηγός» Κάρλ Ερνστ αρχηγός των S.A. του Βερολίνου (δολοφονήθηκε ενώ ξεκινούσε το γαμήλιο ταξίδι του) ο μοναδικός που γνώριζε πραγματικά ποιος έβαλε την πυρκαγιά στο κτίριο της Ράιχσταγκ (Γερμανικής Βουλής) παραμονές των εκλογών, που προκάλεσε το σόκ στην κοινή γνώμη και έκανε τον Χίτλερ απόλυτο κυρίαρχο της Γερμανίας.
Καμια δεκαριά μόνο γλύτωσαν που η τύχη το έφερε να ποντάρουν στο ανατέλλον άστρο του αρχηγού των S.S. και να προδόσουν έγκαιρα, τον Ραίμ και τους συναγωνιστές τους.
Μαζί δολοφονήθηκαν :
- ο πρώην πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου της Βαυαρίας φον Καρ . Ο άνθρωπος που έκανε 10 χρόνια πρίν, να αποτύχει το πραξικόπημα του Χίτλερ στην μπυραρία.
- Ο στρατηγός φον Σλάιχερ , ο τελευταίος καγκελάριος πρίν τον Χίτλερ ο άνθρωπος που προσπάθησε να γκρεμίσει το Ναζιστικό καθεστώς
- Ο παλιός αρχηγός του Ναζιστικού κόμματος Γκρέγκορ Στράσσερ , που είχε διακόψει επαφές με τον Αδόλφο. Ο Χίτλερ ήταν νονός των δυό δίδυμων παιδιών του και λέγεται ότι αργότερα ένα από τα δίδυμα όταν έμαθε τον υπεύθυνο του φόνου του πατέρα του είπε το ανατριχιαστικό « στο κάτω κάτω είναι ο Φύρερ μας»
- Πολλοί στενοί συνεργάτες των παραπάνω
- Ο αρχηγός των καθολικών του Βερολίνου Εριχ Κλαουζενερ στενότατος συνεργάτης του φον Πάπεν καθώς και ο προϊστάμενος του ιδιαίτερου του γραφείου. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο προς τον αντικαγκελάριο. « Κάτσε καλά γιατί θα σε πάρει ο διάολος »
- Ο πάτερ Στεμπλφλ αποσχηματισμένος Ιησουίτης και παλιός συνεργάτης του Χίτλερ. Γνώριζε για κάτι ανήθικα γράμματα που είχε γράψει παλιά ο Αδόλφος στην ανηψιά του Γκέλι .
- Μερικοί πολίτες που βρέθηκαν σε λάθος σημείο την λάθος ώρα.

Τι ήταν, όμως, αυτό που έκανε τον Χίτλερ να προχωρήσει σε αυτό το μακελειό.

Η επίσημη εκδοχή των Ναζί μιλά για απόπειρα πραξικοπήματος, ύστερα από συνωμοσία σε συνεννόηση με δεξιούς !!! και αριστερούς κύκλους υποκινούμενη από μια ξένη δύναμη (φωτογράφιζαν τους Γάλλους). Γίνεται αναφορά στην σεξουαλική διαφθορά των S.A. και σε γενικόλογες προδοσίες. Ειδικά για τον Σλάϊχερ επειδή ήταν κομμάτι βαριά η εξόντωσή του , η εκδοχή ανέφερε ότι γενικά συνωμότησε εναντίον του καθεστώτος και ότι έκανε το λάθος να αντισταθεί στην σύλληψή του.

Η πραγματικότητα είναι λίγο διαφορετική.

Η δύναμη των τεσσάρων εκατομμυρίων S.A. ανησυχούσε τον Χίτλερ και από την στιγμή που έγινε παντοδύναμος καγκελάριος η αποστολή τους είχε τελειώσει. Ετσι δεν ήθελε και πολύ να πιστέψει τις εκθέσεις του Χίμλερ και του Γκαίρινγκ για δήθεν συνωμοσίες. Ο Ραίμ στέκονταν εμπόδιο στις φιλοδοξίες και των δύο και τα πράγματα πήραν το δρόμο τους.

Ο πιο κερδισμένος από την ιστορία βγήκε ο Κούρτ Χάιρινχ Χίμλερ και τα S.S. που το αμέσως επόμενο διάστημα εξαργύρωσαν και με το παραπάνω την απόλυτη πίστη τους στον Αδόλφο.

Τα S.A. έγιναν ιστορία. Το «αστείο» της περίπτωσης ήταν ότι ο ύμνος τους έλεγε
« Ας τροχίσουμε τα μεγάλα μαχαίρια μας στην άκρη του πεζοδρομίου.
Και σαν έρθ' η ώρα της τιμωρίας , θα βρεθούμε έτοιμη για την σφαγή»

Την 30 Ιουνίου 1934 την "Nύχτα των μεγάλων μαχαιριών" (αν και οι περισσότερες σφαγές έγιναν με το φώς της ημέρας ) η Γερμανία μπήκε στον γύψο και η ταφόπλακα στο τάφο της Δημοκρατίας έκλεισε οριστικά. Η βία και η τρομοκρατία των Ναζί θα γίνει καθημερινό φαινόμενο και οι πνευματικοί άνθρωποι του τόπου ένας ένας θα εγκαταλείψουν την χώρα.

Απριλίου 23, 2006

ΡΟΥΝΤΟΛΦ ΕΣ Μάρτυρας,προδότης,τρελός ή ιδεολόγος.

Μαίος 1941
Ο πόλεμος δεν πάει καλά για την Βρετανική Αυτοκρατορία. Σε όλα τα μέτωπα  ήττες.Το Λονδίνο κάθε βράδυ βομβαρδίζεται.Οι Γερμανοί προελαύνουν παντού .
Σε έξι εβδομάδες περίπου θα αρχίσει η επιχείρηση << Μπαρμπαρόσσα>>

10 Μαϊου 1941 Ενα Γερμανικό Μέσσερσμιτ 110 συντρίβεται στην Σκωτία και ένας αλεξιπτωτιστής προσγειώνεται εκεί κοντά.
Συλλαμβάνεται απο πολιτοφύλακες.
Πρόκειται για έναν Γερμανό με στολή σμηναγού της Γερμανικής αεροπορίας.Δηλώνει ότι ονομάζεται σμηναγός Αλφρεντ Χόρν και απαιτεί να μιλήσει στον δούκα του Χάμιλτον. (Το κτήμα του Δούκα βρίσκεται 20 χλμ απο το σημείο που έπεσε.)
Την άλλη ημέρα συναντιέται με τον Δούκα και αμέσως του δηλώνει ότι είναι ο Ρούντολφ Ες.Ο δούκας τον αναγνωρίζει έχουν ξανασυναντηθεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936.
Ποιός είναι Ρούντολφ Ες;


Πρόκειται για το νούμερο 2 στην ιεραρχία του Γ΄Ράιχ, το αμέσως σημαντικότερο στέλεχος
μετά τον Χίτλερ. Ο υποδειχθείς ώς διαδοχος στη ηγεσία.Μέλος του υπουργικού συμβουλίου.
Είναι δίπλα στον Χίτλερ απο τον 1921.
Και τώρα βρέθηκε στα χέρια των Εγγλέζων.Γιατί; !!!
Ζητάει επιτακτικά να συναντηθεί με τον Τσώρτσιλ και τον Βασιλέα.
Στο Λονδίνο όταν φτάνει το νέο ξαφνιάζονται οι πάντες και στα πιό απίθανα σενάρια δεν μπορούσε να φανταστεί κανείς την παρουσία του Ες στην Αγγλία.
Μετά το πρώτο ξάφνιασμα - μούδιασμα τόσο ο βασιλιάς όσο και ο Τσώρτσιλ αρνούνται να τον συναντήσουν. Γιατί; !!!
Στέλνονται υψηλόβαθμοι αξιωματικοί για την ανάκριση του αιχμαλώτου.
Ο Ες δεν απογοητεύεται που δεν συνάντησε αυτούς που ζήτησε και αρχίζει έναν ατελείωτο λόγο για το ότι ο Χίτλερ είναι ο μεγαλύτερος άνδρας όλων των εποχών, ότι τα τελευταία 30 χρόνια η αγγλική πολιτική στάθηκε άδικη και εγκληματική απεναντι στην Γερμανία, πως ο αγγλικός λαός εξαπατήθηκε απο τους τους ηγέτες του που εμπόδισαν μια αγγλο-γερμανική συμμαχία εναντίων των μποσελβίκων.
Ο πόλεμος μεταξύ τους,συνεχίζει απτόητος, είναι μια τρέλα γιατί και οι δύο λαοί είναι άρειοι.!!
Κάνει προτάσεις.Πρώτα πρώτα είναι βέβαιος για την γερμανική νίκη επι των βρετανών άρα τι καλυτερο απο μια ανακωχή για να μην υπάρχουν μεγαλυτερες απώλειες για τους Εγγλεζους και μιά συμμαχία για το μοίρασμα του κόσμου υπο την ηγεσία του Χίτλερ.Η Μεγάλη Βρετανία θα αφήσει ελεύθερα τα χέρια της Γερμανίας στην Ευρώπη και σε αντάλαγμα αυτή θα διατηρήσει την Αυτοκρατορεία της.Διαδικαστικά πρότεινει, να ζητήσει η Βρετανία συγνώμη απο την Γερμανία μια και αυτή ήταν υπαίτια του πολέμου τούτου,θα πρέπει να κάνουν ειρήνη με τους Ιταλούς και να επιστρέψουν τις αποικίες που αφαίρεσαν απο την Γερμανία το 1919.
Αυτά τα ολίγα.
Εξι ημέρες μετά την υποβολή των προτάσεών του ο Ες δεν παίρνει καμιά απάντηση και ζητάει να επιστρέψει στην Γερμανία.
Οι Αγγλοι βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά για αυτούς ο Ες δέν είναι <<διπλωμάτης>> αλλά ένας εχθρός που έπεσε στα χέρια τους εν καιρώ πολέμου και τον φυλακίζουν.
Γιατί άραγε; Tι είχαν να κερδίσουν με την φυλακισή του αφού τον θεωρούν τρελό;
Την ίδια στιγμή στο στρατόπεδο των Γερμανών στο άκουσμα του νέου επικρατεί αμηχανία.Ο Χίτλερ σύμφωνα με τις μαρτυρίες των γύρω του δείχνει κατάπληκτος όταν ο υπασπιστής του Ες του ανακοινώνει την μετάβαση του προισταμένου του στην Αγγλία και του σκοπούς του ταξιδιού.
Ο Γερμανικός ραδιαφωνικός σταθμός λίγες ημέρες αργότερα ανακοινώνει για την φυγή του Ες στην Αγγλία ότι το σημαντικό μέλος του ναζιστικού κόμματος μετέβει στην Αγγλία αφου παρασύρθηκε απο προσωπικές παραισθήσεις και οράματα απο τις οποίες έπασχε και εκφράζει την λύπη του που ο ιδεαλιστης αυτός έπεσε θύμα της ασθένειάς του . Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Υπάρχουν αρκετές διαφωνίες μεταξυ των ιστορικών.
Κατ΄αρχην το σχέδιο του Ες δέν είναι τόσο τρελό όσο και αν οι Γερμανοί το ισχυρίζονται και οι Εγγλέζοι συμφωνούν.Σε κάθε περίπτωση ο τερματισμός του πολέμου θα βόλευε τον Χίτλερ.Είναι παντού νικητής και ετοιμάζεται για την επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα τι καλύτερο για τα σχέδια του.
Ακόμα πώς θα μπορούσε το πιστό του σκυλάκι να ενεργήσει απο μόνο του αφού έτρεφε απεριόριστη πίστη στο Αρχηγό.Οι συνεργάτες του Χίτλερ δεν πιστεύουν στην έκπληξη του κατα την ανακοίνωση του νέου πιστεύουν ότι ο αρχηγός τους παίζει θέατρο και παριστάνουν τους ανίδεους για το συμβάν αποφεύγοντας πάρουν θέση.
Ο Χίτλερ παρά την τακτικη να τιμωρούνται και τα μέλη της οικογένειας αυτών που του πηγαίνουν κόντρα, δέν πειράζει την οικογένεια του Ες, αλλα ίσα - ίσα την τιμά και την φροντίζει (μόνο ο υπασπιστής του παίρνει δυσμενή μετάθεση για το ανατολικό μέτωπο).
Τελικά μήπως παρ΄όλα αυτά ο Ες ενήργησε απο μόνος του;
Υπάρχουν αρκετοί οπαδοί της άποψης αυτής.
Ο ίδιος το διατυμπανίζει κάθε στιγμή.Ο Ες γενικά ήταν τύπος εσωστρεφής με τάση στον μυστικισμό και λάτρευε τον αρχηγό του λένε οι ιστορικοί. Απο το 1921 ήταν δίπλα στον Χίτλερ, με την έναρξη του πολέμου οι στρατηγοί τραβούν την προσοχή του άρχηγού του και ένα τέτοιο άτομο ένοιωσε παραμελειμένο .
Εγώ, μπορεί να σκέφτηκε ο παραμελειμένος Ρούντολφ, θα κάνω μια κίνηση τέτοια που όχι μόνο θα ξαναστραφεί το ενδιαφέρον του Χίτλερ επάνω μου, αλλά θα με ευγνομονεί για πάντα και το όνομα του Φύρερ μου θα δοξαστεί. Για καιρό η ιδέα αυτή τριβέλιζε το μυαλό του Ες. Ισως έγινε και έτσι ποιός ξέρει.
Ο Ες στο μεταξύ στην φυλακή επιχείρησε δύο φορές να βάλει τέρμα στην ζωή του

Είναι λοιπόν τρελός ο Ες όπως ειπώθηκε.
Αυτό είναι ένα ζήτημα που ποτέ δεν ξεκαθαρίστηκε εντελώς.
Στην Νυρεμβέργη που οδηγήθηκε μετά το τέλος του πολέμου για να δικαστεί και ύστερα απο πολλες συζητήσεις οι εμπειρογνώμονες συμφωνούν στην κρίση οτι ο Ες υποφέρει <<απο μια υστερία χαρακτηρισμένη εν μέρει απο την απώλεια μνήμης που του επιτρέπει όμως να λάβει μέρος στην διαδικασία της δίκης>> !!!!
Από την πρώτη ημέρα της δίκης (κράτησε εφτά μήνες) όμως φαίνεται ότι κάτι δεν παέι καλά μαζί του ενω οι άλλοι συγκατηγορούμενοί του, παίζουν το <<ιστορικό τους παιγνίδι>> ο Ες είναι αλλού.Το αόριστο βλέμμα του πλανιέται στο ταβάνι στους δίκαστές στους μάρτυρες, χαμογελάει χωρίς λόγω,φτιάχνει τα νύχια του και καποια στιγμή φέρνει ένα μυθιστόρημα και ρίχνεται στο διάβασμα παρ΄όλες τις οργισμένες παρατηρήσεις του Γκαίρινγκ.
Ο δικηγόρος ξαναφέρνει στο δικαστήριο το ζήτημα της τρέλας και της αμνησίας του.
Το δικαστήριο διστάζει.
Ξαφνικά ο Ες που ώς τότε δεν είχε πει λέξη πετάγεται απάνω και δηλώνει ότι η μνήμη του ξαναγύρισε απλά προσποιήθηκε για λόγους τακτικής και το δικαστήριο είναι αναρμόδιο να τον δικάσει .
Οι Ρώσσοι ουρλιάζουν για υποκρισία και απαιτούν την συνέχεια της δίκης φαίνεται ότι είναι οι μοναδικοί που πήραν σοβαρά την υπόθεσή του.
Τίποτα δεν αλλάζει και η δίκη τελειώνει.Ο Ες στην απολογία του μιλάει για μυστηριώδεις δυνάμεις που παραπλανησαν τους κατηγορουμένους, τους δικαστές, τους μάρτυρες και τελειωνει με ύμνους στον Χίτλερ.
Ο Ες γλυτώνει την θανατική ποινή και καταδικάζεται ισόβια.
Αυγουστος 1987 πεθαίνει στις φυλακές <<Σπαντάου>> του Βερολίνου σε ηλικία 93 ετών παραμένοντας 46 χρόνια φυλακισμένος.
Αλλοι συγκατηγορούμενοί του με την ίδια ποινή ελευθερώθηκαν απο τότε.Ο Ες όμως όχι.
Πάντα υπήρχε το βέτο των Ρώσσων ίσως οι μόνοι που τελικά πίστεψαν τα λεγόμενά του και δεν τον συγχώρησαν.
Τέλος δανείζομαι τα λόγια του Τσώρτσιλ για τον φυλακισμένο Ες.
<<Οποια και άν είναι η ηθική ενοχή ενός Γερμανού που άνηκε στο άμεσο περιβάλων του Χίτλερ ο Ες κατά την γνώμη μου την εξαγόρασε με μια πράξη τρελής γενναιότητας και παραφορης αφοσίωσης .Ηρθε σε εμάς με δική του πρωτοβουλία, ελεύθερα και χωρίς εξουσιοδότηση. Η περίπτωσή του αναγόταν στην ιατρική και όχι στην δικαιοσύνη και θα όφειλε να εξεταστεί κάτω απο αυτό το πρίσμα.>>



Υ.Γ Βρήκα μία αναφορά στο Ιντερνετ περί ίδρυσης απο τον Ες του στρατόπεδου συγκέντρωσης ΝΤΑΧΑΟΥ
Δεν μπόρεσα να την διασταυρώσω.