Απριλίου 28, 2006

Μικρασία 1922 (Η περιπέτεια)


Έλληνες στρατιώτες αποβιβάζονται στη Σμύρνη το Μάιο του 1919.











O πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος, επωφελούμενος από τις τουρκικές διώξεις και τις σφαγές στην Πέργαμο και το Αϊδίνιο, απέσπασε εντολή των Συμμάχων για απόβαση στη Σμύρνη. Μετά την απόφαση αυτή ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη, οι ελληνικές δυνάμεις συνάντησαν αντίσταση από τμήματα του τουρκικού στρατού αλλά κατέλαβε προάστια της Σμύρνης και περιοχές τη Μ. Ασίας γύρω από το Μαίανδρο ποταμό, την κοιλάδα του Κάστρου και την Πέργαμο. Το Φεβρουάριο του 1920 εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη το ελληνικό Γενικό Επιτελείο υπό τον αντιστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευόπουλο. Η "Μεγάλη Εθνική Τουρκική Συνέλευση" (20 Απριλίου 1920) ανέθεσε την εκτελεστική εξουσία στον Κεμάλ και κάλεσαν τον τουρκικό λαό να ξεσηκωθεί κατά των "επιδρομέων". Ο Κεμάλ  άρχισε να οργανώνει συστηματικότερα τον αγώνα για την ακεραιότητα της Τουρκίας. Στις οργανωμένες πλέον επιθέσεις των Τούρκων το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο έκανε έκκληση προς τους Συμμάχους για πλήρη ελευθερία δράσης και από τις 9 Ιουνίου ο ελληνικός στρατός επιτίθεται ακάθεκτος και καταλαμβάνει πολλές πόλεις. Η ελληνική επίθεση εκδηλώθηκε σε τρία αλλεπάλληλα κύματα. Η πρώτη επίθεση (9 - 12 Ιουνίου) οδήγησε στην κατάληψη των Μαλγάρων, του Κέλες της Φιλαδέλφειας και άλλων πόλεων ενώ η δεύτερη (16 - 19 Ιουνίου) στην κατάληψη του Μπαλούκεσερ και του Αδραμυτίου. Η τρίτη και σημαντικότερη επίθεση (24 Ιουνίου - 10 Αυγούστου) είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της Προύσας. Οι νικηφόρες αυτές προελάσεις αύξησαν το κύρος της Ελλάδας και παρείχαν τη δυνατότητα για την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, που έγινε στις 10 Αυγούστου 1920. Η συνθήκη αυτή, που υπογράφτηκε ανάμεσα στις κυβερνήσεις των Συμμάχων και στην κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης, αναγνωριζόταν η Ανατολική Θράκη (σε απόσταση 30 χλμ. από την Κωνσταντινούπολη) ως ελληνικό έδαφος, παραχωρούνταν η Ίμβρος και η Τένεδος στην Ελλάδα, ενώ η περιοχή των κεντρικών παραλίων της Μικράς Ασίας (περιοχή Σμύρνης) παραχωρούνταν διοικητικά στο ελληνικό κράτος (με την προοπτική της ένωσής της με την Ελλάδα μετά από μια πενταετία). Μέχρι τα τέλη του Οκτωβρίου 1920 ο ελληνικός στρατός κατείχε μέτωπο που άρχιζε από τις εκβολές του Σαγγάριου στον Εύξεινο και, μαζί με τις περιοχές Άδα Παζάρ, Ασκανίας λίμνης, Τίμπας, ανατολικά της Προύσας, Ουσάκ, Οτουράκ και τη γραμμή του ποταμού Μαίανδρου, έφτανε μέχρι την Ερυθραία.

Στην Τουρκία ο Κεμάλ, που δεν αναγνώρισε τη συνθήκη των Σεβρών, όρισε πρωτεύουσά του την ασήμαντη μέχρι τότε Άγκυρα και έθεσε σκοπό του να ξαναπάρει τις χώρες που με τη συνθήκη αυτή είχαν παραχωρηθεί στην Ελλάδα (Θράκη, Σμύρνη). Οι Σύμμαχοι τήρησαν εχθρική στάση προς τους Έλληνες, ενώ οι Γάλλοι και οι Ρώσοι έδωσαν άφθονα εφόδια στον Κεμάλ. Παρόλα αυτά όμως η ελληνική στρατιά επιτέθηκε κατά του ισχυρού εχθρικού μετώπου Δορύλαιου (Εσκή Σεχίρ) και Αφιόν Καραχισάρ και το διέσπασε. Στη συνέχεια, αφού πέρασε την Αλμυρή Έρημο, έφτασε στον ποταμό Σαγγάριο (Αύγουστος 1921). Στις μάχες αυτές η ανδρεία του Έλληνα υπήρξε απαράμιλλη. Σκληρές μάχες, λυσσώδεις επιθέσεις και αντεπιθέσεις είχαν ως αποτέλεσμα την κατάληψη των κύριων βάσεων της τουρκικής άμυνας Ταμπούρογλου, Καλέ Γκρότο, Γκιλντίζ Νταγ και Πολατλί. Ύστερα από τις υπεράνθρωπες και επικές αυτές προσπάθειες, ο ελληνικός στρατός αναγκάστηκε από έλλειψη εφεδρειών να συμπτυχθεί στη γραμμή Εσκή Σεχίρ - Αφιόν Καραχισάρ και να ενισχύσει τις κατακτήσεις με αμυντική οργάνωση. Ακολούθησε το διάστημα από τον Οκτώβριο του 1921 μέχρι τον Αύγουστο του 1922 χωρίς αξιόλογα στρατιωτικά γεγονότα, εκτός από ορισμένες τουρκικές επιθέσεις που αντιμετωπίστηκαν εύκολα. Ήδη από το Μάιο του 1922 τη διοίκηση είχε αναλάβει ο αντιστράτηγος Χατζηανέστης ο οποίος άρχισε να οργανώνει εκστρατεία για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και τη χρησιμοποίησή της ως μέσου πίεσης προς τον Κεμάλ. Η επιχείρηση όμως ματαιώθηκε με επέμβαση των Συμμάχων. Η ματαίωση της επιχείρησης αυτής σήμανε και την αρχή του τέλους. Τα ελληνικά στρατεύματα ήταν υποχρεωμένα να αμύνονται σε μια γραμμή μετώπου μήκους 713 χλμ. παρατάσσοντας μετωπική δύναμη 100.000 μόλις ανδρών, διαμοιρασμένων σε 3 τμήματα κρούσης (Γ΄ Σώμα στα βόρεια, Α΄ Σώμα στα νότια, Β΄ Σώμα ενδιάμεσα). Η τουρκική επίθεση εκδηλώθηκε στις 26 Αυγούστου 1922 στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ. Οι ελληνικές δυνάμεις (Α΄ Σώμα), μετά από ολιγόωρη άμυνα, κάμφθηκαν και αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν. Ταυτόχρονα οπισθοχώρησε και το Β΄ Σώμα, ενώ δυνάμεις του Γ΄ και του Β΄ Σώματος επιδίωξαν να συγκρατήσουν το μέτωπο ελέγχοντας τις προσβάσεις προς τη Σμύρνη. Οι δυνάμεις αυτές μετά από σκληρές μάχες διασπάστηκαν, και ένα τμήμα τους αναγκάστηκε να δώσει νέα μάχη με τους Τούρκους στο Αλή Βεράν, που κατέληξε σε συντριπτική ήττα. Είχε ήδη αρχίσει η ολοκληρωτική κατάρρευση του μετώπου. Στις ελληνικές δυνάμεις επικράτησε σύγχυση και πανικός και ολόκληρες ομάδες στρατού αγωνίζονταν να βρουν διέξοδο φυγής. Προσπάθειες ανασύνταξης των ελληνικών δυνάμεων (30 Αυγούστου) κατέληξαν σε αποτυχία. Στις 4 Σεπτεμβρίου ο αρχιστράτηγος Χατζηανέστης αντικαταστάθηκε από τον αντιστράτηγο Πολυμενάκο, ο οποίος έδωσε διαταγές για καθυστέρηση της τουρκικής προέλασης για να δοθεί η ευκαιρία να εκκενωθεί η Σμύρνη. Σχεδόν ταυτόχρονα δόθηκε και η εντολή ολοκληρωτικής εγκατάλειψης της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό.


"Εις το μέτωπον του Αφιόν οι Τούρκοι επετίθεντο με ορμήν κατ' αλλεπάλληλα κύματα υπό την προστασίαν καταιγιστικού πυρός 200 ελαφρών και 62 βαρέων πυροβόλων. Εις τους τομείς Καμελάρ και Ακάρ Νταγ τους οποίους υπερήσπιζαν αντιστοίχως αι Μεραρχίαι IV και Ι από των πρωϊνών ωρών ο εχθρός κατέλαβεν εις μεν το δεξιόν της IV Μεραρχίας τον Μαύρον Βράχον και τα προκεχωρημένα χαρακώματα, εις δε τον τομέα της Ι Μεραρχίας το Κέντρον Αντιστάσεως Τιλκί Κιρί Μπελ. Ταυτοχρόνως εις το αριστερόν της V Μεραρχίας κατελήφθη υπό των Τούρκων η δασωμένη κορυφή.
Εις τον τομέα Καμελάρ τα κύρια στηρίγματα αυτού ήσαν ο Διχαλωτός Βράχος, ο Πριονοειδής Βράχος (υψ. 1450) και το Κιουτσούκ Καλετζίκ (υψ. 1310), εις δε τον τομέα Ακάρ το Τιλκί Κιρί Μπελ επί της κορυφής του οποίου σχηματίζεται ευρύ οροπέδιον, το Χασάν Μπελ και το Τουκλού Τεπέ. Μεταξύ των δυο Μεραρχιών IV και I υπήρχον το κενόν του Καγιαντιμπί και εις τον τομέα της Ι Μεραρχίας το κενόν Τσάι Χισάρ. Άλλο δε ευπαθές σημείον απετέλει εις το αριστερόν του μετώπου της Ι Μεραρχίας η βαθεία χαράδρα του Σινίρ Κιόι της οποίας αι απότομοι όχθαι διηυκόλυνον την αφανή διείσδυσιν του εχθρού".


Ο ΑΘΛΟΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ

Η ανεξάρτητη Μεραρχία στις 18 Αυγούστου, ενω βρισκόταν σε πορεία ,υπέστη επίθεση κοντά στην Κιουτάχεια από την 1η τουρκική Μεραρχία.
Ύστερα από 12ωρο σκληρό αγώνα ανέτρεψε τους τούρκους και συνέχισε την πορεία της προς Τσεντίζ. Στις 20 Αυγούστου πήρε ερματισμένο φάκελλο, που της έριξε ο αεροπόρος λοχαγός Γ.Ξηρός. Ήταν ειδοποίηση της Στρατιάς, που την κατατόπιζε για τις εξελίξεις στο νότιο συγκρότημα και την εξουσιοδοτούσε να διασωθεί όπως μπορούσε. Ο διοικητής της μεραρχίας Δ. Θεοτόκης, οι διοικητές των συνταγμάτων της Ι. Κωνσταντίνου, Ν. Σκύρος και Ν. Τσίπουρας και οι άλλοι αξιωματικοί της σε πλήρη σύμπνοια με τους άνδρες , που τους κατατόπισαν για την κατάσταση, πέτυχαν, διανύοντας επί 15 μέρες 600 χιλιόμετρα σε χώρα εχθρική, με συνεχείς προσβολές του τουρκικού ιππικού και των τούρκων κατοίκων, να φθάσει στο Δικελί και να μεταφερθεί με πλοία στη Μυτιλήνη την 31η Αυγούστου, σώζοντας και τους Έλληνες και τους Αρμένιους κατοίκους της περιοχής.


Η καταστροφή στην κοιλάδα του Αλή Βεράν στις 17 Αυγούστου 1922.

[...] Ο Τρικούπης δεν έχει πλέον επαφή με την Στρατιά και ενώ οι Τούρκοι προελαύνουν, αποφασίζει στις 10.00 να εκκενώσει το Αφιόν. Ενδεικτικό της σύγχυσης είναι ότι ενώ τα στρατηγεία του Α' Σώματος και της IV Μεραρχίας ευρίσκοντο μέσα στην πόλη, δεν επικοινωνούσαν και η μεραρχία συνέχισε να μάχεται μέχρι τις 14.00 το μεσημέρι.

[...] Τρομερά πράγματα συνέβησαν κατά την υποχώρηση. Το Γραφείο Σημάτων ξηλώθηκε πριν διανεμηθεί η διαταγή σε όλες τις μονάδες με τα παραπάνω αποτελέσματα και ο ασύρματος του Σώματος από λάθος φορτώθηκε σε αμαξοστοιχία η οποία κατευθυνόταν στον Εσκή Σεχήρ.

Δυστυχώς η επικοινωνία μεταξύ Στρατιάς και Τρικούπη αποκαθίσταται αργά το βράδυ. Δυστυχώς, γιατί η διαταγή του Χατζηανέστη είναι: το Α' Σώμα να αντεπιτεθεί ή τουλάχιστον να υποχωρήσει βήμα-βήμα. Ολέθριες διαταγές τις οποίες ο Τρικούπης θα υπακούσει. Η υπακοή του στην αλλόκοτη διαταγή θα οδηγήσει ένα ολόκληρο σώμα στην καταστροφή και στην αιχμαλωσία. Ο μοιραίος στρατηγός δεν ετόλμησε να αψηφήσει τις εξωπραγματικές διαταγές του αρχηγού του.

[...] Τα πυρομαχικά ήταν ελάχιστα και κανείς ασύρματος δεν λειτουργούσε. Το συνοθύλευμα αυτό οδηγήθηκε σε μάχη σε χώρο πλήρως ελεγχόμενο από τον εχθρό. Στην κοιλάδα του Αλή Βεράν. Στο Αλή Βεράν, μετά το μεσημέρι της 17ης Αυγούστου, γράφθηκε μια πραγματική τραγωδία. Τα δείγματα ατομικής αυτοθυσίας και ηρωισμού χρειάζονται τόμους για να γραφούν. Οι Ελληνες με το πάθος του απελπισμένου, ενώ βάλλονται καταιγιστικώς από τους γύρω λόφους, δεν περιμένουν να πεθάνουν αμυνόμενοι  Αυτή την συνεφιασμένη μέρα και οι ήρωες επιτίθενται εναντίον των κυμάτων του εχθρού.

Η ορμή τους είναι υπεράνθρωπη, αφού οι Τούρκοι με την ψυχολογία του θριαμβευτή, αναγκάζονται να υποχωρούν απέναντι στους προδομένους «ημίθεους». Οι Ελληνες δεν μάχονται συμβατικά. Τρικούπης και Διγενής πολεμούν στην πρώτη γραμμή δίπλα στους φαντάρους σαν να επιζητούν τον θάνατο ως ύστατη πράξη εξιλέωσης. Πολεμούν ακόμη και γραφιάδες και βοηθητικοί. Ακόμη και οι ιερείς των μονάδων. Το μόνο που τους έχει απομείνει είναι η τιμή τους και αυτή δεν θέλουν να την χάσουν.

Στην κόλαση του Αλή Βεράν, 16 ελλιπή τάγματα απέκρουσαν 60 εχθρικά με 16 ίλες ιππικού και 23 πυροβολαρχίες. Τελικώς πριν τις 22.00 το βράδυ τα απομεινάρια των δυο Σωμάτων κατορθώνουν να διαφύγουν προς Δυσμάς ενώ οι τραυματίες στον χώρο της μάχης εκλιπαρούν τους συναδέλφους τους να τους απαλλάξουν από το όνειδος της τουρκικής αιχμαλωσίας, χαρίζοντάς τους το θάνατο. Αλλά και αυτοί οι οποίοι διαφεύγουν δεν γλυτώνουν εκτός από την ΙΧ Μεραρχία του Γαρδίκα. Ο Τρικούπης, και όσοι είναι μαζί του θα παραδοθούν κοντά στο Ουσάκ, εκτός από έναν: τον Σπαρτιάτη Αντισυνταγματάρχη Σακέτα, ο οποίος βρίζοντας τον Τρικούπη, μόνος όρμησε έφιππος προς τις γραμμές των Τούρκων και πέρασε στην αθανασία καθώς το κορμί του έπεφτε διάτρητο από τις σφαίρες.

Ο Τρικούπης και ο Διγενής θα είναι οι πρώτοι Ελληνες αξιωματικοί στην ιστορία του Ελληνικού Στρατού, οι οποίοι θα παραδοθούν στον εχθρό και δέχονται με σκυμμένο το κεφάλι την οργή αξιωματικών όπως ο Βλάχος, οι οποίοι σχίζουν τις επωμίδες τους κλαίγοντας από ντροπή, όπως κλαίνε και οι προδομένοι άνδρες. Υπάρχουν και οι Μικρασιάτες φαντάροι οι οποίοι προτιμούν να αυτοκτονήσουν παρά να παραδοθούν.


Η μάχη του Εσκί Σεχίρ την 8 Ιουλίου 1921.

( 1979. Απομαγνητοφωνημένη αφήγηση του Στ. Καρακυριαζή, 78 χρονών τότε.)

Είχαμε καταλάβει την πόλη στις 6 Ιουλίου, μπήκαμε μέσα, εγκαταστήσαμε τις αρχές, καταλάβαμε και τους φούρνους για ψωμί, όλο το Γ΄ Σώμα Στρατού καταυλισθήκαμε βορειοανατολικώς της πόλεως. Προς το δυτικόν μέρος της πόλεως ήτο απέραντος κάμπος χωρίς δένδρο. Πέρα από τον κάμπο υψωνόταν το βουνό Μπόζ-τάζ και στους πρόποδες ήτο η κωμόπολη Μουτελίπ με τρεις μιναρέδες. Στις 8 Ιουλίου το πρωί διετάχθηκε το 3ο τάγμα του 23ου πεζικού Συντάγματος, όπου υπηρετούσα ως σιτιστής στον 11ο λόχο, να φύγουμε. Μόλις περάσαμε την πόλη ένα βλήμα τουρκικό περνούσε από πάνω μας, με στόχο το Σώμα που ήτο καταυλισμένο. Ο Ταγματάρχης μας Βάκης Αλέξανδρος, Αθηναίος, διατάζει αμέσως τα μεταγωγικά μάχης να ακολουθήσουν το τάγμα και τα μεταγωγικά σώματος να μείνουν μέσα στα σπίτια. Δεν πέρασε μισή ώρα και το τάγμα έπιασε σκληρή μάχη. Άλματα οι Τούρκοι, άλματα οι δικοί μας. Το τάγμα ζητάει ενίσχυση και αμέσως φθάνει σαν αστραπή το 22ον Σύνταγμα με διοικητήν τον συνταγματάρχη Ψάραν με δέκα ιππείς σαλπικτάς να φωνάζουν προχωρείτε, προχωρείτε και να τραγουδούν του Αητού ο γιός πάει κι αυτός, εμπρός, εμπρός· σηκωνόταν τα μαλλιά σου στην κορφή... Έφθασε και μια πεδινή πυροβολαρχία που άρχισε να βάζει κάτω, από το δημόσιο δρόμο έφτασε το βαρύ πυροβολικό, επί 8 ώρες έβλεπες μια κόλαση πυρός. Εκεί που έστησαν τα πολυβόλα δε μετακινήθηκαν. Εγώ έμεινα μέσα στα σπίτια. Τα καημένα τα ζώα φορτωμένα επί οχτώ ώρες. Βλέποντας οι Έλληνες του Εσκί Σεχίρ φοβήθηκαν και άρχισαν να φορτώνουν και αυτοί τα ρούχα τους να ακολουθήσουν το στρατό. Τρέξαμε εμείς οι στρατιώτες και τους πείσαμε να σταματήσουν. Θα πάρουν αέρα οι Τούρκοι τους λέγαμε και θα μας τουφεκούν από τα σπίτια. Έπειτα ήρθαν μερικοί θαρραλέοι, έβλεπαν τα πυροβόλα μας να βγάζουν φωτιές και μας ρωτούν αυτός είναι ο στρατός μας;, όχι τους είπαμε ο στρατός μας προχωράει μπροστά. Τέλος μετά από σκληρή μάχη οκτώ ωρών υποχώρησαν οι Τούρκοι προς το βουνό.

Πανωλεθρία υπέστη με την υποχώρηση η κωμόπολις Μουτελίπ ύστερα από τη μάχη. Το 22ο Σύνταγμα της 7ης Μεραρχίας ανέβηκε στο βουνό, το τάγμα μας έμεινε στο πεδίο της μάχης χωρίς να γνωρίζει το Σύνταγμα και εβάλαμε φυλάκια. Την νύκτα μας κάνουν αντεπίθεση οι Τούρκοι, μας σκοτώνουν δύο σκοπούς. Σήμανε συναγερμός στο Σύνταγμα, αντεπίθεση όλη τη νύχτα και τους διέλυσε τελείως. Εμείς ήμασταν προσκολλημένοι στο Σύνταγμα κι έπρεπε το πρωί να συνδεθούμε. Όταν περάσαμε την κωμόπολη και βγήκαμε στην κορυφή του βουνού, είδαμε τα πυροβόλα τους ζεμένα σε έξι βουβάλια σκοτωμένα και οι πυροβοληταί μαζί. Αποθήκες, καζάνια όλα τα εγκατέλειψαν και σκόρπισαν μέσα στα κλαδιά να σωθούν. Τους περισσότερους τους πιάσαμε αιχμαλώτους κι άλλοι διέφυγαν μέσα στα δάση. Αυτή ήταν η Σιδηρά Μεραρχία του Κεμάλ με επικεφαλής τον ίδιο. Αυτή τη μάχη ο ελληνικός στρατός τη γιόρταζε σαν εθνική γιορτή όσον καιρό ήμασταν εκεί στη Μικρασία.

Μαρτυρία

.. Οπισθοχώρηση. Φεύγαμε κυνηγημένοι από τους Τούρκους και δεν ξέραμε προς τα που πηγαίναμε. Ένα απέραντο χάος η Μικρασία και δεν μπορούσαμε να προσανατολιστούμε, να καταλάβουμε που βρισκόμασταν. Κάθε τόσο συναντούσαμε κι άλλους έλληνες στρατιώτες σε άθλια κατάσταση που τα είχαν χάσει και δεν ήξεραν κι αυτοί από που να φύγουν. Ένας πραγματικός εφιάλτης η οπισθοχώρηση. Ένας εφιάλτης που τον θυμάμαι σαν να έγινε χτες...

Βρισκόμασταν κοντά στην Κιουτάχεια και ο ανθυπασπιστής μας πήγε και είπε σε κάποιον ταγματάρχη που εμείς τον γνωρίζαμε, έχω είπε, ένα απόσπασμα για να προσκολληθεί ... Εμείς ακούσαμε και καταλάβαμε τι μας περίμενε. Φέρ τους είπε ο ταγματάρχης, και μας πήραν. Οι άλλοι έφευγαν και μεις...

Μόλις πλησιάσαμε στην Κιουτάχεια συναντήσαμε ένα τουρκικό απόσπασμα που μας χτύπησε. Τους χτυπήσαμε κι εμείς γιατί είχαμε αρκετά καλό οπλισμό κι αυτοί οπισθοχώρησαν σ ένα υψωματάκι. Αξιωματικός δε βρισκόταν κανένας κοντά μας. Όλοι ξέστριβαν. Οι άλλοι έφευγαν, εμείς ήμασταν αναγκασμένοι να πολεμάμε ακόμα, λες και δεν μας έφταναν τόσα που είχαμε τραβήξει ως τα τώρα.

Εν τω μεταξύ μας έφυγε και ο διοικητής του συντάγματος κι εμείς μείναμε τριακόσιοι περίπου στρατιώτες· τμήμα θυσίας. Έπρεπε δηλαδή να πολεμάμε μέχρι που θα έβρισκαν οι άλλοι τον χρόνο να φύγουν. Το απόγευμα πήγα πίσω σε μια χαράδρα όπου είχαν μαζέψει τους τραυματίες και ζήτησα από ένα γιατρό, Κεφαλλονίτης θυμάμαι ήταν, να μου δέσει το τραυματισμένο μου πόδι. Μου το έδεσε πρόχειρα μ ένα πανί και με ξάπλωσε κοντά στους υπόλοιπους τραυματίες. Μόλις άρχισε να βραδιάζει ήρθε ο γιατρός ταραγμένος και μας είπε παιδιά ο στρατός έχει φύγει από το πρωί και μας άφησε εδώ. Τώρα εσείς είστε τραυματίες. Να παραδοθείτε στους Τούρκους και μη φοβάστε. Τους τραυματίες δεν τους πειράζουν. Μας έδινε κουράγιο. Σε λίγη ώρα βράδιασε και ο γιατρός μας δεν ξαναφάνηκε. Μας είχε εγκαταλείψει κι αυτός.

Απομείναμε μόνοι, ανήμποροι μέσα στην καρδιά της Τουρκίας, μέσα στη φωλιά του λύκου, όπως παραπονιόταν συνέχεια ένας από τους τραυματίες που βρισκόταν δίπλα μου. Πέρασε αρκετή ώρα και κάποτε φάνηκε ένας φαντάρος που θα ξέμεινε φαίνεται από τους δικούς του. Εγώ είδα που εκεί γύρω είχε πολλά ζώα, αλλά δεν μπορούσα να πάω μέχρις εκεί και να καβαλικέψω. Είπα λοιπόν στον φαντάρο ε ρε φαντάρε δε μου δίνεις ένα ζώο να καβαλικέψω;. Ευτυχώς φιλοτιμήθηκε, έπιασε ένα άλογο, κόκκινο θυμάμαι, μου το έφερε και με βοήθησε να καβαλικέψω. Έφυγε ο φαντάρος μέσα στη νύχτα κι εγώ άρχισα να ανεβαίνω στην πλαγιά της χαράδρας σιγά-σιγά για να μην πονάει το πόδι μου. Μόλις όμως πλησίασα ν ανέβω την πλαγιά, σκόνταψε για κακή μου τύχη το άλογο, έγειρε το σαμάρι κι έπεσα κάτω. Η πληγή μου άνοιξε, έτρεχε αίμα, πονούσα, μα μπόρεσα και ξανακαβαλίκεψα. Πόση ώρα έκανα μέχρι ν ανέβω την πλαγιά ούτε κι εγώ ήξερα. Θα ήμουν τριακόσια μέτρα περίπου μακριά από τους υπόλοιπους τραυματίες και κάθισα λίγο να ξανασάνω και να περιποιηθώ το πόδι μου. Από κει που βρισκόμουνα άκουσα από τη χαράδρα που τσίριζαν. Οι Τούρκοι θα έσφαζαν φαίνεται τους τραυματίες. Μα δεν ήταν ώρες για συναισθηματισμούς και κλάματα. Είχαμε γίνει όλοι σκληροί σαν τις πέτρες. Καβαλίκεψα πάλι το άλογο και προσπαθούσα να απομακρυνθώ όσο το δυνατόν μακρύτερα από το εφιαλτικό εκείνο μέρος. Ούτε ήξερα προς τα που πήγαινα μέσα στη νύχτα. Την άλλη μέρα το πρωί συνάντησα μερικούς δικούς μας. Εγώ χάρηκα που βρήκα παρέα μα αυτοί δεν χάρηκαν τόσο με την παρουσία μου. Με ρώτησαν ξερά προς τα που πάω. Εγώ τους είπα "ρε παιδιά να ρθω κοντά σας."Άμα θέλεις να ρθεις μαζί μας" είπε ένας απ αυτούς "κατέβα από το άλογο γιατί θα μας προδώσει". Εγώ όμως δεν μπορούσα να βαδίσω και προσπάθησα να τους μεταπείσω. Μα αυτοί ήταν ανένδοτοι.Άμα μας ακολουθήσεις με το άλογο μου ξαναείπαν θα σε σκοτώσουμε". Μάλιστα θυμάμαι εκεί κοντά τους ήρθε και ένα αλογατάκι που χλιμίντριζε, θα έχασε τη μάνα του φαίνεται και για να μην τους προδώσει το σκότωσαν με μια ξιφολόγχη. Εγώ τι να έκανα όμως. Μπροστά Τούρκοι, πίσω Τούρκοι. Η αυτοσυντήρηση όμως βλέπεις μας είχε κάνει άλλους ανθρώπους. Σκεφτόμασταν μόνο πως θα σωνόμασταν... "

Ο Νικόλαος Χατζόπουλος του 32ου Συντάγματος Πεζικού, από τη Νάξο, που κατόρθωσε να δραπετεύσει, καταθέτει:
«Αιχμαλωτιστήκαμε στις 9 Σεπτεμβρίου στην Πούντα (βόρεια συνοικία της Σμύρνης) και την ίδια μέρα μας έκλεισαν στις αποθήκες του λιμανιού, μας έκλεψαν ό, τι είχαμε στην κατοχή μας, και στη συνέχεια, την επομένη, μας οδήγησαν στο Νύμφαιον . Το τουρκικό πλήθος που είχε μαζευτεί κατά μήκος του δρόμου, μας χτυπούσε και μας πετούσε πέτρες αναγκάζοντας μας να φωνάζουμε: ζήτω ο Μουσταφά Κεμάλ πασάς. Εκείνοι που αρνούνταν, δέχονταν μαχαιριές.
Καθώς αφήναμε τη Σμύρνη, συναντήσαμε πέντε δίτροχα καροτσάκια, γεμάτα με πτώματα Ελλήνων πολιτών, που τα πήγαιναν να τα πετάξουν σε μια χαράδρα.
Μετά από δύο ώρες πεζοπορίας από τη Σμύρνη, η φάλαγγα μας σταμάτησε.
Εκεί οι Τούρκοι διέταξαν τους Έλληνες στρατιώτες που κατάγονταν από τη Μικρά Ασία να αποχωριστούν από τους Έλληνες οι οποίοι ήταν από την Παλαιά Ελλάδα. Τους ανακοίνωσαν την πρόθεση τους να απολύσουν τους πρώτους και να τους δώσουν την άδεια να επιστρέψουν στα σπίτια τους. 800 περίπου άνδρες βγήκαν από τις σειρές τους συμπεριλαμβανομένων και αξιωματικών της χωροφυλακής. Τους συγκέντρωσαν σ' ένα μόνο τάγμα, τους οδήγησαν στην ξερή κοίτη ενός γειτονικού χειμάρρου και τους σκότωσαν όλους με ριπές οπλοπολυβόλων».


Κι αυτή τη φορά με ένα τίμημα τόσο μεγάλο, που όμοιό του δεν γνώρισε η Ελλάδα στην τρισχιλιετή ιστορία της. Ένα μεγάλο κομμάτι του απόδημου Ελληνισμού, το πιο ζωντανό, το πιο δημιουργικό, το πιο ακμαίο οικονομικά και πνευματικά, ξεριζώθηκε από τις εστίες του. Πόλεις κάηκαν, άνθρωποι αθώοι και ανυποψίαστοι σκοτώθηκαν ή πνίγηκαν στην προσπάθειά τους να βρουν πλοίο να φύγουν από τον όλεθρο και την καταστροφή, γυναίκες βιάστηκαν, παιδιά χάθηκαν από της μάνας τους την αγκαλιά και πολλά απ' αυτά ποτέ δεν ξανάσμιξαν. Περιουσίες ολόκληρες έγιναν πλιάτσικο στα χέρια των εξαγριωμένων τσέτηδων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο Ελ. Βενιζέλος με το υπόμνημά του στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του Παρισιού, στη Μικρά Ασία ζούσαν 1.694.000 Ελληνες. Στη Θράκη και την περιοχή της Κωνσταντινούπολης 731.000. Στην περιοχή της Τραπεζούντας 350.000 και στα Αδανα 70.000. Σύνολο 2.845.000.

Η τουρκική στατιστική του 1912, σχετικά με την εθνολογική σύνθεση των περιοχών της Κωνσταντινούπολης και της Μικράς Ασίας (εκτός Κιλικίας) και των ανεξάρτητων διοικήσεων της Νικομήδειας και των Δαρδανελίων, έδινε 1.982.375 Ελληνες, 7.231.595 Τούρκους και 925.818 διάφορους. Δηλαδή σε σύνολο 10.139.789 το ελληνικό στοιχείο αποτελούσε το 19,6%.

Η ύπαρξη μιας τόσο μεγάλης ελληνικής μειονότητας στην περιοχή της Μικράς Ασίας, τη στιγμή που την ίδια εποχή ο πληθυσμός της Ελλάδας μόλις έφτανε τα 5.000.000, έθετε επιτακτικά το ζήτημα της κατοχύρωσης του δικαιώματος για τη διατήρηση της δικής της εθνικής ζωής και της ισοτιμίας της με τον υπόλοιπο πληθυσμό

Μέσα σε λίγες βδομάδες η προσφυγιά πλημμύρισε την Ελλάδα. Ποτάμι η αθλιότητα, θάλασσα ο πόνος. Πρόσωπα με την απόγνωση ζωγραφισμένη, αφήνοντας πίσω τους τα πάντα, φτάσανε κρατώντας το μπογαλάκι της δυστυχίας. Κάποιο ρούχο, μια παλιοκουβέρτα ή κουρελού ακόμα, κι ένα σακί, μόνη περιουσία που τους απόμεινε, ήταν ό,τι πια μπορούσαν να επιθυμούν και να ελπίζουν.

Τι να πρωτοθυμηθούν; Τους δικούς τους που δεν μπόρεσαν να φύγουν, τις πολιτείες τους και τα χωριά τους, το πηγάδι με το κρύο νερό, το σπιτικό τους τ' αμπέλι τους, το χωράφι τους, τα καπνοτόπια τους, ακόμα και τη γλάστρα, στην αυλή τους;

Γι' αυτούς η Μικρασία ήταν ο χαμένος παράδεισος.


Υ.Γ. Τα παραπάνω είναι αποτέλεσμα προσωπικών σημειώσεων κυρίως όμως προέρχονται απο δημοσιεύσεις του Κέντρου Μικρασιατικών σπουδών και απο διάφορα site γύρω απο το θέμα.

1 σχόλιο:

  1. η ανώνυμη μαρτυρία προέρχεται από τον δεκανέα στη Μ. Ασία Τριαντάφυλλο Νικ.Καζάνη

    ΑπάντησηΔιαγραφή