Είμαστε ένας λαός με παλληκαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων.
Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη;
Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι;
Γ. Σεφέρης
Μακάβριο ψάρεμα μετά την καταστροφή της Σμύρνης.
Νεαροί Τούρκοι προσπαθούν να βγάλουν τα πτώματα στην ξηρά χρησιμοποιώντας κομμάτια σύρμα, για να πάρουν ότι πολύτιμο
"Το σπίτι μας τ΄αφήσαμε συγυρισμένο, όπως ήτανε να μην μας πούν κακονοικοκυρές."
«...Αρχισε ο στρατός μας να φεύγει. Χτυπούσαν τις πόρτες μας και ζητούσαν ρούχα για να βγάλουν το χακί από πάνω τους. Πόσους δεν ντύσαμε! Οι μεγάλοι οι δικοί μας ξεκουμπίστηκαν και φύγανε κι αφήσαν τον κόσμο στο έλεος του Θεού. Εφταναν οι στρατιώτες ξυπόλυτοι, γυμνοί, κουρελιασμένοι, πρησμένοι, νηστικοί. Οι Τούρκοι κατεβαίναν και σφάζαν τους Ελληνες. Το ίδιο έκαναν και οι δικοί μας. Παντού φωτιά και μαχαίρι άκουες και έβλεπες. Από τους κατοίκους του Μπουνάρμπασι έμειναν καμιά δεκαριά οικογένειες... Μερικοί κατάφεραν να φύγουν, σέρνοντας με την κοιλιά προς το Σικλάρι και από κει στη Σμύρνη. Τους άλλους όλους τους ατιμάσανε, τους σφάξανε, τους κρεμάσανε, τους κάψανε. Κι εκείνους που κατάφεραν από το Σικλάρι να φτάσουν στη
Σμύρνη, όταν ήρθε ο Κεμάλ, τους έπιασε και τους έσφαξε.
Εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακριά. «Μη φοβάστε είναι μακριά», μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε. Σ' ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σε μας. Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στο δρόμο. Φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση. Και οι Τσέτες (σ.τ.σ. οι άτακτοι Τούρκοι) βρίσκονταν στη μέση, και σφάζαν και σκοτώναν. Τη νύχτα οι Τσέτες έκαναν επίθεση ν' αρπάξουν, να σφάξουν, ν' ατιμάσουν. «Βοήθεια! Βοήθεια!», φώναζε ο κόσμος. Τα εγγλέζικα πλοία ήταν απέναντι. Εριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν για λίγο. Τη νύχτα θέλαμε να πάμε προς νερού μας. Πήγαμε λίγο πιο έξω, φρίκη! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα (σ.τ.σ. μεγάλο ανοιχτό λάκκο). Γύρω γύρω, στα χείλια της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά, και μέσα η χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια. Επαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρια της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μέσα στη χαβούζα και τα κορμιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω γύρω. Ηταν φοβερό. Οσοι το είδαν τρελάθηκαν. Το τρελοκομείο γέμισε από τρελούς σαν ήρθαμε. Εκεί σ' αυτό το μέρος χάσαμε και τον πατέρα μου. Τον αδελφό μου τον έσφαξαν
στο χωριό. Εβγαλαν, μετά, ιταλικά και ελληνικά πλοία και μας πήραν. Πόσους; Ούτε ένα είκοσι τοις εκατό δεν επήραν. Τέτοια καταστροφή δεν είδαν τα μάτια μου! "
"Εκείνη τη βραδιά <<πιάστηκε>>(εγινε εκλειψη σελήνης).Φοβηθήκαμε.Κάτι κακό θα γένει είπαμε, και αρχίσαμε να κλαίμε."
"Στον Αγιο Παντελεήμονα έξω απο την Νικομήδεια αρρώστησε ο κόσμος. Δεκαπέντε την ημέρα πέθαιναν.Εκεί πεθανε και το κοριτσάκι μου."
«Ησυχα και καλά χρόνια ζούσαμε και μπερεκέτι πολύ είχαμε. Ο Τούρκος φίλος μας στενός ήταν, σαν συγγενής, σαν αδελφός μας. Τα πράγματα στενέψανε από τότε που μπήκε στο κεφάλι των Τούρκων ο Κεμάλης»
"Χαρηκαμε. Θα πάμε σε χριστιανικό τόπο είπαμε. Και κακοί άνθρωποι να είναι, μια φορά χριστιανοί θα είναι. Δε θα φοβόμαστε εκεί όπως εδώ."
"Τις εικόνες τις κάψαμε στον αυλόγυρο της Αγίας Τριάδας να μην τις αφήσουμε στους Τούρκους.Ολοι είχανε έρθει και προσκυνούσανε τη φωτιά"
«Ημασταν στην Πούντα.
Στέκαμε γραμμή για να μπαρκάρουμε. Ο,τι είχαμε, μπόγους, βαλίτσες, τα πατούσαν για να περάσουν. Πέρασε η μητέρα μου, η αδερφή μου έπεσε κάτω, ο κόσμος την πατούσε, δεν μπορούσε να σηκωθεί.
Ένας στρατιώτης, καθώς βάσταγε το μωρό της, το τρύπησε με την ξιμφολόγχη. Το πέρασε από τη μια άκρια της φασκιάς έως την άλλη. Τι να κάνει; Το βαλε σε μιαν ακρούλα. «ζήσε κόρη μου για τα άλλα σου παιδιά», της είπε η μάνα μας.
Εγώ ακόμη δεν είχα περάσει τη ζώνη και με τραβά ένας Τουρκαλάς από το χέρι και μου λέει: «Ντουρ μωρή». Βάζω κάτι φωνές, κάτι κλάματα, φωνές και η μάνα μου. Πέρασαν πεντέξι, εμένα που να μ αφήσει να περάσω. «Αχ παιδάκι μου», λέει η μάνα μου.
Πέφτει κάτω και λιποθυμά.
Στο μεταξύ ο Τούρκος μου δίνει ένα σκαμπίλι, που άστραψε το φως μου. «τσικάρ παρά», λέει. Θυμήθηκα το πεντόλιρο, τουτόδωσα. Μ αυτό γλίτωσα. Μου δίνει μια σπρωξιά. Πέφτω κάτω. Κι έσπασα τα γόνατά μου. Έχασα και το ένα μου παπούτσι. Εκεί πια οι Ιταλοί μας ανέβασαν αγκαλιά στο καράβι.
Οι Γάλλοι δείξαν βρωμερή στάση. Όσοι κατάφερναν να σκαρφαλώσουν στα καράβια τους, τους ρίχναν πίσω στη θάλασσα. Και παλικάρια, πιο πολύ τα παλικάρια ξανάριχναν στο νερό. Σαν τους βλέπαν να ζυγώνουν, τους πετούσαν ζεματιστό νερό, για να μη μπορέσουν ανέβουν. Οι Εγγλέζοι κάναν ό,τι κάναν, μα σα πήγαινε κανείς στα πλοία τους να σωθεί, τον δέχονταν καλά. Δεν τον διώχναν
Εμείς στη Μ. Ασία με τους Τούρκους ζούσαμε καλά, πολύ καλά. Αλλά σου φυτεύουν μέσα σου την εθνική σου καταγωγή κι εσύ αυτό το κρατάς, το προσπαθείς, είναι το ζήτημα της πατρίδας. Εγώ γεννήθηκα εκεί, μεγαλώνω εκεί, αγαπώ εκεί. Εμείς γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε με τους Τούρκους, όμως δεν το ξεχάσαμε ποτέ ότι είμαστε Έλληνες και σε κάθε περίπτωση που βρίσκαμε την ευκαιρία το παρουσιάζαμε, το δείχναμε με τον τρόπο μας.
«Τώρα τι 'τανε αυτό π' αντίκριζα; Μια νεκρή πολιτεία. Τα μαγαζιά και τα κέντρα κλειδωμένα με διπλό λουκέτο. Τα σπίτια βουβά σαν ακατοίκητα. Γέλιο δεν άκουγες, παιδί δεν έβλεπες να παίζει στο δρόμο. Καραβάνια θλιβερά σερνόντανε στα σοκάκια σαν μια σειρά κάμπιες. Κορμιά κυρτωμένα, πρόσωπα χολιασμένα χαλκοπράσινα, χείλη ξερά, ασπρισμένα. Ήτανε οι πρόσφυγες που φτάνανε απ' το εσωτερικό. Σέρνανε μαζί με τους μπόγους, τσομπλέκια, μπαούλα, κονίσματα, φορεία μ' αρρώστους, κατσίκες, κότες, σκύλους. Οι εκκλησίες, οι στρατώνες, τα σκολειά, οι αποθήκες, οι φάμπρικες, όλα γέμισαν πρόσφυγες, βελόνι να 'ριχνες δε θα πεφτε.»
Ολοι οι Έλληνες πέρασαν τη νύχτα σε μαούνες κοντά στο λιμάνι. «Το άλλο πρωί μας ξυπνήσανε χλιμιντρίσματα και καλπασμός αλόγων. Πεταχτήκαμε μεμιάς ορθοί κι ανοίξαμε τα μάτια μας. Το τουρκικό ιππικό περνούσε καμαρωτό από την παραλία. Κανείς δεν έβγαλε τσιμουδιά. Και τα μωρά κερώσανε. Μόνο μια πολύ ψιλή παιδική φωνούλα ρώτηξε:
-Τι θα μας κάνουνε οι Τούρκοι;
Τ ι. θα μας κάνουνε: Αυτή 'ταν ολουνών η αγωνία, μα κανείς δεν την ξεστόμιζε. [...] Σε λίγο ακούστηκε τελάλης.
-Μπρε σεις τι λέει;
-Λέει, να βγει ο κόσμος και να πάει στις δουλειές του δίχως να φοβάται, κανένας δε θα κακοπάθει...
Ξάφνου, μέσα στη γενική χαρά, ακούστηκε μια φωνή κι ύστερα πολλές μαζί:
-Φωτιά!
-Φωτιά!
-Βαλαν φωτιά στη Σμύρνη!
Πεταχτήκαμε ορθοί. Κοκκινόμαυρες φλόγες τινάζονταν στον ουρανό, χοροπηδηχτές.[...] Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα σύννεφα ανηφορίζανε και μπερδευότανε το 'να με τ' άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός από φόβο, αρχίνησε να τρέχει απ' όλα τα στενοσόκακα και τους βερχανέδες και να ξεχύνεται στην παραλία σαν μαύρο ποτάμι.
-Σφαγή! Σφαγή!-Παναγιά, βοήθα!-Προφτάστε-Σώστε μας!
Η μάζα πυκνώνει, δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο ποτάμι που κουνιέται πέρα δώθε απελπισμένα, δίχως να μπορεί να σταθεί ούτε· να προχωρήσει. Μπρος θάλασσα, πίσω φωτιά και σφαγή! Ένας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της πολιτείας και σπέρνει τον πανικό.
-Τούρκοι!
-Τσέτες!
-Μας σφάζουνε!
-Έλεος!
Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σαν να 'ναι μόλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ζαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τους τρελαίνουν οι χατζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των τσέτηδων'.[...]
Το βράδυ το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε προβολείς γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί ίσαμε τη μαούνα, μας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες του Νουρεντίν τρώνε ανθρώπινο κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς, τους τραβούνε όξω και τους βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησιές [...]
Η φωτιά όλη τη νύχτα αποτελειώνει το χαλασμό. Γκρεμίζονται τοίχοι, θρυμματίζονται γυαλιά. Οι φλόγες κριτσανίζουνε μαδέρια, έπιπλα και φτούνε σιδερικά, ξεθεμελιώνουνε την πολιτεία ολόκληρη. Απλώνουν πάνω στα έργα των ανθρώπων και τα διαλύουνε. Σπίτια, εργοστάσια, σκολειά. νοσοκομεία, βιβλιοθήκες, θέατρα, αμύθητοι θησαυροί, κόποι, δημιουργίες αιώνων, εξαφανίζουνται κι αφήνουνε στάχτη και καπνούς.
Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε η Σμύρνη μας! Γκρέμισε η ζωή μας!»
Έτσι, η Σμύρνη καταστράφηκε και οι Έλληνες σφάχτηκαν από τους Τούρκους με την ανοχή των Μεγάλων Δυνάμεων, της Αντάντ, των συμμάχων της Ελλάδας... «Τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναύαρχοι με τα χρυσά σιρίτια, οι διπλωμάτες κι οι πρόξενοι της Αντάντ ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας! Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια της χαράς, για να μη φτάνουν ίσαμε τ' αφτιά των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πως μια, μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κι η κανονιά δε ρίχτηκε κι η εντολή δε δόθηκε!»1
Την επόμενη μέρα τις μαούνες επισκέφθηκε ένας Άγγλος αξιωματικός. Υποσχέθηκε στους Έλληνες ότι θα τους βοηθήσει να φύγουν μακριά από τον τόπο της καταστροφής, να σωθούν... Παρά τις υποσχέσεις του, όμως το άλλο πρωί τούρκικα ρυμουλκά τράβηξαν τις μαούνες στη στεριά. Οι Έλληνες, οι οποίοι ακόμη περίμεναν τη βοήθεια των συμμάχων τους, φοβήθηκαν, τρομοκρατήθηκαν, πανικοβλήθηκαν... «Οι μάνες ψάχνανε για τα παιδιά τους, τ' αγκαλιάζανε και σπαράζανε. Τα παιδιά λες και τα 'πιασε παροξυσμός. Τρέμανε, τσιρίζανε. Οι άντρες τρέχανε άσκοπα εδώ κι εκεί. Λύνανε και δένανε μπόγους, πασχίζανε να σκεφτούνε.
-Μας προδώσανε!
-Μας ξεπουλήσανε!
-Π' ανάθεμα τους!
-Ναύαρχε! Τι κάνεις;
-Ναύαρχε! Σώσε μας!
-Για όνομα του Χριστού! Μη μας αφήστε! Έχουμε μωρά μαζί μας! Έχουμε γερόντους, κορίτσια!
-Είστε υπεύθυνοι!
-Ναύαρχε! Ναύαρχεεεε!
Τα τούρκικα ρυμουλκά συνεχίζανε το δρόμο τους. Τότε, μέσα στον πανικό που ξέσπασε, χιλιάδες άνθρωποι πέσανε στη θάλασσα κοπαδιαστά! Μαύρισε το νερό. [...]
Τρία μερόνυχτα μας κρατήσανε οι Τούρκοι στις μαούνες και τα τρία μερόνυχτα δε σταματήσαμε να παίζουμε με το θάνατο ένα φοβερό κρυφτούλι. [...]
Την τέταρτη ήρθε ένας αξιωματικός και είπε:
-Ν' αδειάστε τις μαούνες. Τραβάτε στη στεριά!
Τρέξαμε να φύγουμε. Πιστεύαμε πως κάθε μετακίνηση έκρυβε κάποιαν ελπίδα.
-Στο νεκροταφείο! Πάμε στο νεκροταφείο. Δεν πατούν εκεί Τούρκοι. Σκιάζονται!
Πήγαμε στο νεκροταφείο. Ούτε σπιθαμή να σταθείς. Είχανε προλάβει άλλοι, πριν από μας, και πήρανε την πρωτοκαθεδρία. [...]
-Δεν είναι τόπος να σταθούμε, έκανε η αδερφή μου κι όλοι συμφωνήσαμε.[···] Φύγαμε. Ψάχναμε σ' όλη την Πούντα να βρούμε μια γωνιά να σταθούμε.
Όπου κι αν μπαίναμε, σε σκολειά, εκκλησιές, εργοστάσια, αποθήκες, όξω στους ανοιχτούς ταρλάδες, παντού, χιλιάδες πρόσφυγες περιμένανε να δούνε τι θ' απογίνουνε. [...]
Σ' ένα εργοστάσιο ανταμώσαμε πατριώτες και φίλους και μας κάνανε λίγη θέση ν' ακουμπήσουμε. Ήμασταν ψόφιοι. Είπαμε πως θα κοιμηθούμε και δε θα ξυπνήσουμε. Όμως μόλις ξαπλώσαμε το 'μάτι στυλώθηκε. Τα ντουβάρια των καμένων σπιτιών κατρακυλούσανε μέσα στη νύχτα. Τουφεκιές κι ομοβροντίες κάθε λίγο και λιγάκι γαζώνανε τη σιωπή...
-Αυτές εδώ είναι εκτελέσεις! Μας εξηγούσανε οι παλιοί και τρέμανε. [...]
Το πρωί μπήκανε στρατιώτες στο εργοστάσιο. Πιάσανε τους άντρες. Διαταγή, λέει, του Νουρεντίν πασά: Όλοι οι άντρες από 18χρονώ μέχρι 45, θα μείνουνε αιχμάλωτοι, να ξαναχτίσουνε ό,τι χαλάσανε! Οι άλλες ηλικίες καθώς και τα γυναικόπαιδα θα φύγουνε με τα βαπόρια.»
Ο αφηγητής έμεινε αιχμάλωτος μόνο για λίγες ημέρες. Στάθηκε τυχερός και κατάφερε να αποδράσει. Για τους περισσότερους όμως αιχμαλώτους τότε ξεκινούσε μία μακριά, βασανιστική πορεία στα βάθη της Ασίας.
Στο βαπόρι, που τον οδηγούσε προς την σωτηρία, ο αφηγητής σκέφτεται ακόμη την πατρίδα του. «Καρσί, στα μικρασιάτικα παράλια, αναβοσβήνουνε φωτάκια, αναβοσβήνουνε μάτια. Καρσί, αφήσαμε συγυρισμένα σπίτια, κλειδωμένες σερμαγιές, στεφάνια στο κονοστάσι. προγόνους στα κοιμητήρια. Αφήσαμε παιδιά και γονιούς κι αδέρφια. Νεκροί άταφοι. Ζωντανοί δίχως σπίτια. Βρικολακιασμένα όνειρα. Εκεί. Καρσί ήταν ίσαμε χθες η πατρίδα μας![... ]
... να έρθεις κυνηγημένος, να σου λείπει ο πατέρας σου, να δεις του αδερφού σου το σφάξιμο, να δεις της κόρης σου, εμπρός στα μάτια σου, να βιάζουν το παιδί σου. Όλα αυτά είναι πράγματα που δεν φεύγουν ποτέ απ' το μυαλό σου. Να δεις να πνίγουν παιδί για να μην κλάψει και μαρτυρήσει αυτούς που ήταν κλεισμένοι, κάπου 2000 άνθρωποι μέσα σε ένα σπίτι. Και να δεις την μάνα του την άλλη μέρα το πρωί να το κρατά στο χέρι πεθαμένο και να της λες: "πάμε", αυτή να κρατά το παιδί. Και να της λένε ότι βάλανε φωτιά από τη μια και από την άλλη οι Τούρκοι και ότι πρέπει να φύγουμε. Και φεύγαμε. Και αυτή να κρατά το παιδί της και να κλαίει. Και της λέει μια άλλη όπως φεύγαμε και έσπρωχνε ο ένας τον άλλο: "Άντε, πάμε, πάμε". "Τι να την κάνω τη ζωή"; λέει αυτή. "Τον άντρα μου τον σκοτώσανε. Ένα χρόνο είχα παντρεμένη. Τον άντρα μου τον σκοτώσανε. Το παιδί μου το πνίξανε. Εγώ τι θα κάνω μόνη μου στη ζωή; Όχι, θα μείνω εδώ".Και βέβαια την πήρανε οι άλλες, την τραβήξανε έξω.
Έπειτα όταν έγινε η καταστροφή όλα τα γυναικόπαιδα από την Ανατολή κατέβηκαν στα Μικρασιατικά παράλια, και ιδίως στην Σμύρνη. Κατέβαιναν, γιατί ήλπιζαν ότι οι ξένοι που είχαν τα Προξενεία τους θα τους προστάτευαν και η Σμύρνη είχε γεμίσει γυναικόπαιδα. Διοικητής στην Σμύρνη - Αρμοστής - ήταν ο Στεργιάδης, ένα κτήνος όχι άνθρωπος, ο οποίος ήταν και επί Βενιζέλου και επί Γούναρη. Όταν λοιπόν γίνηκε η καταστροφή κι άρχισε η υποχώρηση από πάνω και η σφαγή, τότε σηκώθηκε ο Μητροπολίτης με τους προύχοντες και πήγανε στον Στεργιάδη και τον ρώτησαν γιατί δεν επέτρεπαν να φύγει κανένας Μικρασιάτης. Έπρεπε να έχεις διαβατήριο για να έρθεις στην Ελλάδα. Όσοι είχαν καΐκια και έβλεπαν την ανακατωσούρα, όσοι μπορούσαν φεύγανε κρυφά όπου μπορούσαν. Αλλά επίσημα απαγορευόταν. Πήγε στο Στεργιάδη ο Δεσπότης και του είπε: "Δώσε μια διαταγή, άφησε ελεύθερα να διώξουμε τα γυναικόπαιδα γιατί οι Τσέτες θα τα κατασφάξουν εδώ, θα κατασφαγούν". Και λέει ο Στεργιάδης: "θα τηλεγραφήσω στην κυβέρνηση μου και θα σας δώσω την απάντηση". Και έγραψε στο Γούναρη και απαντάει ο Γούναρης: "Προτιμώ να πέσει και το τελευταίο κεφάλι των Μικρασιατών στη Μικρά Ασία και όχι να μου στείλεις την αναρχία". Λοιπόν, κι έγινε η σφαγή, κοίτα να δεις κι εκεί το λάθος. Πλην της αναρχίας δηλαδή. Κοίτα όμως να δεις το λάθος. Εδώ στην Ελλάδα ήρθαν μόνο γυναικόπαιδα, εκατό φορές ψαγμένα, στα ποδογύρια τους, τους κότσους τους, από τους Τούρκους για λεφτά. Οι Τσέτες γύρευαν χρήματα για να τα πάρουν. Με όλα αυτά, ό,τι γλιτώσανε, με εκείνα δημιουργήθηκε εκείνη η πρώτη κατάσταση κι έγινε ύστερα η Ελλάδα και πήρε γραμμή. Σκέψου εάν έφερναν την κινητή περιουσία που κρατούσαν επάνω τους στην Ελλάδα, τι θα δημιουργούσαν ακόμη!
Τα παιδιά του Αντώνη και της Κων/νας Πικριδά θυμούνται:
Κι ήρθε εκείνη η μαύρη μέρα, του ξεριζωμού. Ήταν όλοι μαζεμένοι στην εκκλησιά της Κάτω Παναγιάς. Οι Τούρκοι φώναξαν να βγούν τα γυναικόπαιδα. Βγήκε και η γιαγιά με οκτώ παιδιά. Ο παππούς έμεινε πίσω με τους άλλους άνδρες. Φτάσαμε στο λιμάνι. Έτρεχαν όλοι στα καίκια. Μπήκε και η μάνα ψάχνοντας τα παιδιά της, τη Γαρουφαλίτσα, τη Μαρία, τη Σταματία, το Γιώργο, τον Αλέκο. Ήμουν τότε 15 χρονών, μα ήμουν μικροκαμωμένος. Με σήκωσε ο Τούρκος ψηλά, με κοίταξε καλά κι ύστερα μου δωσε μία και με πέταξε δίπλα στη μάνα, στο καίκι. Δεν του γέμισα το μάτι για 15άρης αλλιώς θα με κράταγε και μένα με τους άντρες. Εκείνους δεν τους είδε ποτέ κανείς πια. Μόνο τη φωτιά είδαν και τους καπνούς από την εκκλησία που καιγόταν. Έτσι, βρέθηκα στην Αθήνα 15 χρονών προστάτης μιας ολόκληρης οικογένειας; Αναθυμάται ο πατέρας και ένα δάκρυ κυλά.
"Υστερα ήρθε ένα βαπόρι και μας πήρε. Μας έφερε στην καραντίνα. Στην αρχή ούτε ψωμί δεν μας δίνανε. Χώρια μας είχανε, τάχα χολέρα λέγανε."
"Στην καραντίνα στον Αι-Γιώργη, δύο κοπέλες που πήγαν να τους κόψουν τα μαλλιά ρίχτηκαν στην θάλασσα"
Ξέρεις ποιο είναι εκείνο που θυμάμαι και μου σκίζει τα φυλλοκάρδια; Ο τρόπος της υποδοχής που μας έκαναν εδώ.Όμως, αυτό που είδα εδώ, να είμαστε στην αποβάθρα, να είναι γεμάτη από κόσμο και να βλέπεις γυναίκα, μάνα, να έχει ένα σκοινί με πέντε παιδιά δεμένα ένα ένα για να τα' χει δίπλα της να μην τα χάσει, και να είναι γυμνή και αυτή και τα παιδιά να κλαίνε, να μην λένε "μαμά ψωμί". Που θα το' βρισκε; Αλλά να κλαίνε τα μωρά και αυτή να τα αγκαλιάζει και να περνάει ένας με το ψαθάκι του και να λέει:
"Ααα, κοίτα χάλια, κοίτα χάλια! Μωρέ καλά σας κάνανε οι Τούρκοι". Φυσικά τον σκοτώσανε από το ξύλο. Πέσανε γυναίκες πάνω του γιατί ήταν όλο γυναικόπαιδα, επειδή τους άντρες τους κράτησαν στη Μικρασία. "
Υ.Γ. Τα παραπάνω είναι αποτέλεσμα προσωπικών σημειώσεων, κυρίως όμως προέρχονται απο δημοσιεύσεις του Κέντρου Μικρασιατικών σπουδών και απο διάφορα site γύρω απο το θέμα.
Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη;
Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι;
Γ. Σεφέρης
Μακάβριο ψάρεμα μετά την καταστροφή της Σμύρνης.
Νεαροί Τούρκοι προσπαθούν να βγάλουν τα πτώματα στην ξηρά χρησιμοποιώντας κομμάτια σύρμα, για να πάρουν ότι πολύτιμο
"Το σπίτι μας τ΄αφήσαμε συγυρισμένο, όπως ήτανε να μην μας πούν κακονοικοκυρές."
«...Αρχισε ο στρατός μας να φεύγει. Χτυπούσαν τις πόρτες μας και ζητούσαν ρούχα για να βγάλουν το χακί από πάνω τους. Πόσους δεν ντύσαμε! Οι μεγάλοι οι δικοί μας ξεκουμπίστηκαν και φύγανε κι αφήσαν τον κόσμο στο έλεος του Θεού. Εφταναν οι στρατιώτες ξυπόλυτοι, γυμνοί, κουρελιασμένοι, πρησμένοι, νηστικοί. Οι Τούρκοι κατεβαίναν και σφάζαν τους Ελληνες. Το ίδιο έκαναν και οι δικοί μας. Παντού φωτιά και μαχαίρι άκουες και έβλεπες. Από τους κατοίκους του Μπουνάρμπασι έμειναν καμιά δεκαριά οικογένειες... Μερικοί κατάφεραν να φύγουν, σέρνοντας με την κοιλιά προς το Σικλάρι και από κει στη Σμύρνη. Τους άλλους όλους τους ατιμάσανε, τους σφάξανε, τους κρεμάσανε, τους κάψανε. Κι εκείνους που κατάφεραν από το Σικλάρι να φτάσουν στη
Σμύρνη, όταν ήρθε ο Κεμάλ, τους έπιασε και τους έσφαξε.
Εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακριά. «Μη φοβάστε είναι μακριά», μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε. Σ' ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σε μας. Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στο δρόμο. Φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση. Και οι Τσέτες (σ.τ.σ. οι άτακτοι Τούρκοι) βρίσκονταν στη μέση, και σφάζαν και σκοτώναν. Τη νύχτα οι Τσέτες έκαναν επίθεση ν' αρπάξουν, να σφάξουν, ν' ατιμάσουν. «Βοήθεια! Βοήθεια!», φώναζε ο κόσμος. Τα εγγλέζικα πλοία ήταν απέναντι. Εριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν για λίγο. Τη νύχτα θέλαμε να πάμε προς νερού μας. Πήγαμε λίγο πιο έξω, φρίκη! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα (σ.τ.σ. μεγάλο ανοιχτό λάκκο). Γύρω γύρω, στα χείλια της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά, και μέσα η χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια. Επαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρια της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μέσα στη χαβούζα και τα κορμιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω γύρω. Ηταν φοβερό. Οσοι το είδαν τρελάθηκαν. Το τρελοκομείο γέμισε από τρελούς σαν ήρθαμε. Εκεί σ' αυτό το μέρος χάσαμε και τον πατέρα μου. Τον αδελφό μου τον έσφαξαν
στο χωριό. Εβγαλαν, μετά, ιταλικά και ελληνικά πλοία και μας πήραν. Πόσους; Ούτε ένα είκοσι τοις εκατό δεν επήραν. Τέτοια καταστροφή δεν είδαν τα μάτια μου! "
"Εκείνη τη βραδιά <<πιάστηκε>>(εγινε εκλειψη σελήνης).Φοβηθήκαμε.Κάτι κακό θα γένει είπαμε, και αρχίσαμε να κλαίμε."
"Στον Αγιο Παντελεήμονα έξω απο την Νικομήδεια αρρώστησε ο κόσμος. Δεκαπέντε την ημέρα πέθαιναν.Εκεί πεθανε και το κοριτσάκι μου."
«Ησυχα και καλά χρόνια ζούσαμε και μπερεκέτι πολύ είχαμε. Ο Τούρκος φίλος μας στενός ήταν, σαν συγγενής, σαν αδελφός μας. Τα πράγματα στενέψανε από τότε που μπήκε στο κεφάλι των Τούρκων ο Κεμάλης»
"Χαρηκαμε. Θα πάμε σε χριστιανικό τόπο είπαμε. Και κακοί άνθρωποι να είναι, μια φορά χριστιανοί θα είναι. Δε θα φοβόμαστε εκεί όπως εδώ."
"Τις εικόνες τις κάψαμε στον αυλόγυρο της Αγίας Τριάδας να μην τις αφήσουμε στους Τούρκους.Ολοι είχανε έρθει και προσκυνούσανε τη φωτιά"
«Ημασταν στην Πούντα.
Στέκαμε γραμμή για να μπαρκάρουμε. Ο,τι είχαμε, μπόγους, βαλίτσες, τα πατούσαν για να περάσουν. Πέρασε η μητέρα μου, η αδερφή μου έπεσε κάτω, ο κόσμος την πατούσε, δεν μπορούσε να σηκωθεί.
Ένας στρατιώτης, καθώς βάσταγε το μωρό της, το τρύπησε με την ξιμφολόγχη. Το πέρασε από τη μια άκρια της φασκιάς έως την άλλη. Τι να κάνει; Το βαλε σε μιαν ακρούλα. «ζήσε κόρη μου για τα άλλα σου παιδιά», της είπε η μάνα μας.
Εγώ ακόμη δεν είχα περάσει τη ζώνη και με τραβά ένας Τουρκαλάς από το χέρι και μου λέει: «Ντουρ μωρή». Βάζω κάτι φωνές, κάτι κλάματα, φωνές και η μάνα μου. Πέρασαν πεντέξι, εμένα που να μ αφήσει να περάσω. «Αχ παιδάκι μου», λέει η μάνα μου.
Πέφτει κάτω και λιποθυμά.
Στο μεταξύ ο Τούρκος μου δίνει ένα σκαμπίλι, που άστραψε το φως μου. «τσικάρ παρά», λέει. Θυμήθηκα το πεντόλιρο, τουτόδωσα. Μ αυτό γλίτωσα. Μου δίνει μια σπρωξιά. Πέφτω κάτω. Κι έσπασα τα γόνατά μου. Έχασα και το ένα μου παπούτσι. Εκεί πια οι Ιταλοί μας ανέβασαν αγκαλιά στο καράβι.
Οι Γάλλοι δείξαν βρωμερή στάση. Όσοι κατάφερναν να σκαρφαλώσουν στα καράβια τους, τους ρίχναν πίσω στη θάλασσα. Και παλικάρια, πιο πολύ τα παλικάρια ξανάριχναν στο νερό. Σαν τους βλέπαν να ζυγώνουν, τους πετούσαν ζεματιστό νερό, για να μη μπορέσουν ανέβουν. Οι Εγγλέζοι κάναν ό,τι κάναν, μα σα πήγαινε κανείς στα πλοία τους να σωθεί, τον δέχονταν καλά. Δεν τον διώχναν
Εμείς στη Μ. Ασία με τους Τούρκους ζούσαμε καλά, πολύ καλά. Αλλά σου φυτεύουν μέσα σου την εθνική σου καταγωγή κι εσύ αυτό το κρατάς, το προσπαθείς, είναι το ζήτημα της πατρίδας. Εγώ γεννήθηκα εκεί, μεγαλώνω εκεί, αγαπώ εκεί. Εμείς γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε με τους Τούρκους, όμως δεν το ξεχάσαμε ποτέ ότι είμαστε Έλληνες και σε κάθε περίπτωση που βρίσκαμε την ευκαιρία το παρουσιάζαμε, το δείχναμε με τον τρόπο μας.
«Τώρα τι 'τανε αυτό π' αντίκριζα; Μια νεκρή πολιτεία. Τα μαγαζιά και τα κέντρα κλειδωμένα με διπλό λουκέτο. Τα σπίτια βουβά σαν ακατοίκητα. Γέλιο δεν άκουγες, παιδί δεν έβλεπες να παίζει στο δρόμο. Καραβάνια θλιβερά σερνόντανε στα σοκάκια σαν μια σειρά κάμπιες. Κορμιά κυρτωμένα, πρόσωπα χολιασμένα χαλκοπράσινα, χείλη ξερά, ασπρισμένα. Ήτανε οι πρόσφυγες που φτάνανε απ' το εσωτερικό. Σέρνανε μαζί με τους μπόγους, τσομπλέκια, μπαούλα, κονίσματα, φορεία μ' αρρώστους, κατσίκες, κότες, σκύλους. Οι εκκλησίες, οι στρατώνες, τα σκολειά, οι αποθήκες, οι φάμπρικες, όλα γέμισαν πρόσφυγες, βελόνι να 'ριχνες δε θα πεφτε.»
Ολοι οι Έλληνες πέρασαν τη νύχτα σε μαούνες κοντά στο λιμάνι. «Το άλλο πρωί μας ξυπνήσανε χλιμιντρίσματα και καλπασμός αλόγων. Πεταχτήκαμε μεμιάς ορθοί κι ανοίξαμε τα μάτια μας. Το τουρκικό ιππικό περνούσε καμαρωτό από την παραλία. Κανείς δεν έβγαλε τσιμουδιά. Και τα μωρά κερώσανε. Μόνο μια πολύ ψιλή παιδική φωνούλα ρώτηξε:
-Τι θα μας κάνουνε οι Τούρκοι;
Τ ι. θα μας κάνουνε: Αυτή 'ταν ολουνών η αγωνία, μα κανείς δεν την ξεστόμιζε. [...] Σε λίγο ακούστηκε τελάλης.
-Μπρε σεις τι λέει;
-Λέει, να βγει ο κόσμος και να πάει στις δουλειές του δίχως να φοβάται, κανένας δε θα κακοπάθει...
Ξάφνου, μέσα στη γενική χαρά, ακούστηκε μια φωνή κι ύστερα πολλές μαζί:
-Φωτιά!
-Φωτιά!
-Βαλαν φωτιά στη Σμύρνη!
Πεταχτήκαμε ορθοί. Κοκκινόμαυρες φλόγες τινάζονταν στον ουρανό, χοροπηδηχτές.[...] Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα σύννεφα ανηφορίζανε και μπερδευότανε το 'να με τ' άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός από φόβο, αρχίνησε να τρέχει απ' όλα τα στενοσόκακα και τους βερχανέδες και να ξεχύνεται στην παραλία σαν μαύρο ποτάμι.
-Σφαγή! Σφαγή!-Παναγιά, βοήθα!-Προφτάστε-Σώστε μας!
Η μάζα πυκνώνει, δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο ποτάμι που κουνιέται πέρα δώθε απελπισμένα, δίχως να μπορεί να σταθεί ούτε· να προχωρήσει. Μπρος θάλασσα, πίσω φωτιά και σφαγή! Ένας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της πολιτείας και σπέρνει τον πανικό.
-Τούρκοι!
-Τσέτες!
-Μας σφάζουνε!
-Έλεος!
Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σαν να 'ναι μόλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ζαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τους τρελαίνουν οι χατζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των τσέτηδων'.[...]
Το βράδυ το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε προβολείς γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί ίσαμε τη μαούνα, μας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες του Νουρεντίν τρώνε ανθρώπινο κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς, τους τραβούνε όξω και τους βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησιές [...]
Η φωτιά όλη τη νύχτα αποτελειώνει το χαλασμό. Γκρεμίζονται τοίχοι, θρυμματίζονται γυαλιά. Οι φλόγες κριτσανίζουνε μαδέρια, έπιπλα και φτούνε σιδερικά, ξεθεμελιώνουνε την πολιτεία ολόκληρη. Απλώνουν πάνω στα έργα των ανθρώπων και τα διαλύουνε. Σπίτια, εργοστάσια, σκολειά. νοσοκομεία, βιβλιοθήκες, θέατρα, αμύθητοι θησαυροί, κόποι, δημιουργίες αιώνων, εξαφανίζουνται κι αφήνουνε στάχτη και καπνούς.
Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε η Σμύρνη μας! Γκρέμισε η ζωή μας!»
Έτσι, η Σμύρνη καταστράφηκε και οι Έλληνες σφάχτηκαν από τους Τούρκους με την ανοχή των Μεγάλων Δυνάμεων, της Αντάντ, των συμμάχων της Ελλάδας... «Τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναύαρχοι με τα χρυσά σιρίτια, οι διπλωμάτες κι οι πρόξενοι της Αντάντ ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας! Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια της χαράς, για να μη φτάνουν ίσαμε τ' αφτιά των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πως μια, μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κι η κανονιά δε ρίχτηκε κι η εντολή δε δόθηκε!»1
Την επόμενη μέρα τις μαούνες επισκέφθηκε ένας Άγγλος αξιωματικός. Υποσχέθηκε στους Έλληνες ότι θα τους βοηθήσει να φύγουν μακριά από τον τόπο της καταστροφής, να σωθούν... Παρά τις υποσχέσεις του, όμως το άλλο πρωί τούρκικα ρυμουλκά τράβηξαν τις μαούνες στη στεριά. Οι Έλληνες, οι οποίοι ακόμη περίμεναν τη βοήθεια των συμμάχων τους, φοβήθηκαν, τρομοκρατήθηκαν, πανικοβλήθηκαν... «Οι μάνες ψάχνανε για τα παιδιά τους, τ' αγκαλιάζανε και σπαράζανε. Τα παιδιά λες και τα 'πιασε παροξυσμός. Τρέμανε, τσιρίζανε. Οι άντρες τρέχανε άσκοπα εδώ κι εκεί. Λύνανε και δένανε μπόγους, πασχίζανε να σκεφτούνε.
-Μας προδώσανε!
-Μας ξεπουλήσανε!
-Π' ανάθεμα τους!
-Ναύαρχε! Τι κάνεις;
-Ναύαρχε! Σώσε μας!
-Για όνομα του Χριστού! Μη μας αφήστε! Έχουμε μωρά μαζί μας! Έχουμε γερόντους, κορίτσια!
-Είστε υπεύθυνοι!
-Ναύαρχε! Ναύαρχεεεε!
Τα τούρκικα ρυμουλκά συνεχίζανε το δρόμο τους. Τότε, μέσα στον πανικό που ξέσπασε, χιλιάδες άνθρωποι πέσανε στη θάλασσα κοπαδιαστά! Μαύρισε το νερό. [...]
Τρία μερόνυχτα μας κρατήσανε οι Τούρκοι στις μαούνες και τα τρία μερόνυχτα δε σταματήσαμε να παίζουμε με το θάνατο ένα φοβερό κρυφτούλι. [...]
Την τέταρτη ήρθε ένας αξιωματικός και είπε:
-Ν' αδειάστε τις μαούνες. Τραβάτε στη στεριά!
Τρέξαμε να φύγουμε. Πιστεύαμε πως κάθε μετακίνηση έκρυβε κάποιαν ελπίδα.
-Στο νεκροταφείο! Πάμε στο νεκροταφείο. Δεν πατούν εκεί Τούρκοι. Σκιάζονται!
Πήγαμε στο νεκροταφείο. Ούτε σπιθαμή να σταθείς. Είχανε προλάβει άλλοι, πριν από μας, και πήρανε την πρωτοκαθεδρία. [...]
-Δεν είναι τόπος να σταθούμε, έκανε η αδερφή μου κι όλοι συμφωνήσαμε.[···] Φύγαμε. Ψάχναμε σ' όλη την Πούντα να βρούμε μια γωνιά να σταθούμε.
Όπου κι αν μπαίναμε, σε σκολειά, εκκλησιές, εργοστάσια, αποθήκες, όξω στους ανοιχτούς ταρλάδες, παντού, χιλιάδες πρόσφυγες περιμένανε να δούνε τι θ' απογίνουνε. [...]
Σ' ένα εργοστάσιο ανταμώσαμε πατριώτες και φίλους και μας κάνανε λίγη θέση ν' ακουμπήσουμε. Ήμασταν ψόφιοι. Είπαμε πως θα κοιμηθούμε και δε θα ξυπνήσουμε. Όμως μόλις ξαπλώσαμε το 'μάτι στυλώθηκε. Τα ντουβάρια των καμένων σπιτιών κατρακυλούσανε μέσα στη νύχτα. Τουφεκιές κι ομοβροντίες κάθε λίγο και λιγάκι γαζώνανε τη σιωπή...
-Αυτές εδώ είναι εκτελέσεις! Μας εξηγούσανε οι παλιοί και τρέμανε. [...]
Το πρωί μπήκανε στρατιώτες στο εργοστάσιο. Πιάσανε τους άντρες. Διαταγή, λέει, του Νουρεντίν πασά: Όλοι οι άντρες από 18χρονώ μέχρι 45, θα μείνουνε αιχμάλωτοι, να ξαναχτίσουνε ό,τι χαλάσανε! Οι άλλες ηλικίες καθώς και τα γυναικόπαιδα θα φύγουνε με τα βαπόρια.»
Ο αφηγητής έμεινε αιχμάλωτος μόνο για λίγες ημέρες. Στάθηκε τυχερός και κατάφερε να αποδράσει. Για τους περισσότερους όμως αιχμαλώτους τότε ξεκινούσε μία μακριά, βασανιστική πορεία στα βάθη της Ασίας.
Στο βαπόρι, που τον οδηγούσε προς την σωτηρία, ο αφηγητής σκέφτεται ακόμη την πατρίδα του. «Καρσί, στα μικρασιάτικα παράλια, αναβοσβήνουνε φωτάκια, αναβοσβήνουνε μάτια. Καρσί, αφήσαμε συγυρισμένα σπίτια, κλειδωμένες σερμαγιές, στεφάνια στο κονοστάσι. προγόνους στα κοιμητήρια. Αφήσαμε παιδιά και γονιούς κι αδέρφια. Νεκροί άταφοι. Ζωντανοί δίχως σπίτια. Βρικολακιασμένα όνειρα. Εκεί. Καρσί ήταν ίσαμε χθες η πατρίδα μας![... ]
... να έρθεις κυνηγημένος, να σου λείπει ο πατέρας σου, να δεις του αδερφού σου το σφάξιμο, να δεις της κόρης σου, εμπρός στα μάτια σου, να βιάζουν το παιδί σου. Όλα αυτά είναι πράγματα που δεν φεύγουν ποτέ απ' το μυαλό σου. Να δεις να πνίγουν παιδί για να μην κλάψει και μαρτυρήσει αυτούς που ήταν κλεισμένοι, κάπου 2000 άνθρωποι μέσα σε ένα σπίτι. Και να δεις την μάνα του την άλλη μέρα το πρωί να το κρατά στο χέρι πεθαμένο και να της λες: "πάμε", αυτή να κρατά το παιδί. Και να της λένε ότι βάλανε φωτιά από τη μια και από την άλλη οι Τούρκοι και ότι πρέπει να φύγουμε. Και φεύγαμε. Και αυτή να κρατά το παιδί της και να κλαίει. Και της λέει μια άλλη όπως φεύγαμε και έσπρωχνε ο ένας τον άλλο: "Άντε, πάμε, πάμε". "Τι να την κάνω τη ζωή"; λέει αυτή. "Τον άντρα μου τον σκοτώσανε. Ένα χρόνο είχα παντρεμένη. Τον άντρα μου τον σκοτώσανε. Το παιδί μου το πνίξανε. Εγώ τι θα κάνω μόνη μου στη ζωή; Όχι, θα μείνω εδώ".Και βέβαια την πήρανε οι άλλες, την τραβήξανε έξω.
Έπειτα όταν έγινε η καταστροφή όλα τα γυναικόπαιδα από την Ανατολή κατέβηκαν στα Μικρασιατικά παράλια, και ιδίως στην Σμύρνη. Κατέβαιναν, γιατί ήλπιζαν ότι οι ξένοι που είχαν τα Προξενεία τους θα τους προστάτευαν και η Σμύρνη είχε γεμίσει γυναικόπαιδα. Διοικητής στην Σμύρνη - Αρμοστής - ήταν ο Στεργιάδης, ένα κτήνος όχι άνθρωπος, ο οποίος ήταν και επί Βενιζέλου και επί Γούναρη. Όταν λοιπόν γίνηκε η καταστροφή κι άρχισε η υποχώρηση από πάνω και η σφαγή, τότε σηκώθηκε ο Μητροπολίτης με τους προύχοντες και πήγανε στον Στεργιάδη και τον ρώτησαν γιατί δεν επέτρεπαν να φύγει κανένας Μικρασιάτης. Έπρεπε να έχεις διαβατήριο για να έρθεις στην Ελλάδα. Όσοι είχαν καΐκια και έβλεπαν την ανακατωσούρα, όσοι μπορούσαν φεύγανε κρυφά όπου μπορούσαν. Αλλά επίσημα απαγορευόταν. Πήγε στο Στεργιάδη ο Δεσπότης και του είπε: "Δώσε μια διαταγή, άφησε ελεύθερα να διώξουμε τα γυναικόπαιδα γιατί οι Τσέτες θα τα κατασφάξουν εδώ, θα κατασφαγούν". Και λέει ο Στεργιάδης: "θα τηλεγραφήσω στην κυβέρνηση μου και θα σας δώσω την απάντηση". Και έγραψε στο Γούναρη και απαντάει ο Γούναρης: "Προτιμώ να πέσει και το τελευταίο κεφάλι των Μικρασιατών στη Μικρά Ασία και όχι να μου στείλεις την αναρχία". Λοιπόν, κι έγινε η σφαγή, κοίτα να δεις κι εκεί το λάθος. Πλην της αναρχίας δηλαδή. Κοίτα όμως να δεις το λάθος. Εδώ στην Ελλάδα ήρθαν μόνο γυναικόπαιδα, εκατό φορές ψαγμένα, στα ποδογύρια τους, τους κότσους τους, από τους Τούρκους για λεφτά. Οι Τσέτες γύρευαν χρήματα για να τα πάρουν. Με όλα αυτά, ό,τι γλιτώσανε, με εκείνα δημιουργήθηκε εκείνη η πρώτη κατάσταση κι έγινε ύστερα η Ελλάδα και πήρε γραμμή. Σκέψου εάν έφερναν την κινητή περιουσία που κρατούσαν επάνω τους στην Ελλάδα, τι θα δημιουργούσαν ακόμη!
Τα παιδιά του Αντώνη και της Κων/νας Πικριδά θυμούνται:
Κι ήρθε εκείνη η μαύρη μέρα, του ξεριζωμού. Ήταν όλοι μαζεμένοι στην εκκλησιά της Κάτω Παναγιάς. Οι Τούρκοι φώναξαν να βγούν τα γυναικόπαιδα. Βγήκε και η γιαγιά με οκτώ παιδιά. Ο παππούς έμεινε πίσω με τους άλλους άνδρες. Φτάσαμε στο λιμάνι. Έτρεχαν όλοι στα καίκια. Μπήκε και η μάνα ψάχνοντας τα παιδιά της, τη Γαρουφαλίτσα, τη Μαρία, τη Σταματία, το Γιώργο, τον Αλέκο. Ήμουν τότε 15 χρονών, μα ήμουν μικροκαμωμένος. Με σήκωσε ο Τούρκος ψηλά, με κοίταξε καλά κι ύστερα μου δωσε μία και με πέταξε δίπλα στη μάνα, στο καίκι. Δεν του γέμισα το μάτι για 15άρης αλλιώς θα με κράταγε και μένα με τους άντρες. Εκείνους δεν τους είδε ποτέ κανείς πια. Μόνο τη φωτιά είδαν και τους καπνούς από την εκκλησία που καιγόταν. Έτσι, βρέθηκα στην Αθήνα 15 χρονών προστάτης μιας ολόκληρης οικογένειας; Αναθυμάται ο πατέρας και ένα δάκρυ κυλά.
"Υστερα ήρθε ένα βαπόρι και μας πήρε. Μας έφερε στην καραντίνα. Στην αρχή ούτε ψωμί δεν μας δίνανε. Χώρια μας είχανε, τάχα χολέρα λέγανε."
"Στην καραντίνα στον Αι-Γιώργη, δύο κοπέλες που πήγαν να τους κόψουν τα μαλλιά ρίχτηκαν στην θάλασσα"
Ξέρεις ποιο είναι εκείνο που θυμάμαι και μου σκίζει τα φυλλοκάρδια; Ο τρόπος της υποδοχής που μας έκαναν εδώ.Όμως, αυτό που είδα εδώ, να είμαστε στην αποβάθρα, να είναι γεμάτη από κόσμο και να βλέπεις γυναίκα, μάνα, να έχει ένα σκοινί με πέντε παιδιά δεμένα ένα ένα για να τα' χει δίπλα της να μην τα χάσει, και να είναι γυμνή και αυτή και τα παιδιά να κλαίνε, να μην λένε "μαμά ψωμί". Που θα το' βρισκε; Αλλά να κλαίνε τα μωρά και αυτή να τα αγκαλιάζει και να περνάει ένας με το ψαθάκι του και να λέει:
"Ααα, κοίτα χάλια, κοίτα χάλια! Μωρέ καλά σας κάνανε οι Τούρκοι". Φυσικά τον σκοτώσανε από το ξύλο. Πέσανε γυναίκες πάνω του γιατί ήταν όλο γυναικόπαιδα, επειδή τους άντρες τους κράτησαν στη Μικρασία. "
Υ.Γ. Τα παραπάνω είναι αποτέλεσμα προσωπικών σημειώσεων, κυρίως όμως προέρχονται απο δημοσιεύσεις του Κέντρου Μικρασιατικών σπουδών και απο διάφορα site γύρω απο το θέμα.
κ. Αρβανίτη μήπως θα μπορούσατε να μου δώσετε κάποιες πληροφορίες και βιβλιογραφία για το πόσο εκτεταμενη ήταν η χρήση σπαθιών και μαχαιριών στην εξολόθρευση το πληθυσμού της Σμύρνης? διεξάγω έρευνα για τα εγκλήματα πολέμου.
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλημέρα κα Δικαίου
ΑπάντησηΔιαγραφήθα κάνω μια προσπάθεια αλλά δεν είμαι πολυ αισιόδοξος.
Βλέπετε τα τελευταία έξι χρόνια λόγω κρίσης είμαι σε αγρανάπαυση