« Κάτσε καλά γιατί θα σου δώσω να πιεις γκιούμεσι » ήταν η μόνιμη απειλή της γιαγιάς μου όταν σαν παιδί έκανα κάποια σκανταλιά.
Το τι ήταν το γκιούμεσι δεν νόγαγα άλλα στην φαντασία μου ήταν κάτι τρομερό , τρομερότερο ακόμα και από το « πιπέρι στο στόμα. »
Τελικά τα χρόνια πέρασαν και έμαθα.
Εδώ στην περιοχή μου και στα γύρω χωριά , τα παλιά τα χρόνια , οι μανάδες έδιναν στα παιδιά τους ναρκωτικά.
Ναι καλά διαβάσατε . Μέχρι την δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα οι αυλές των σπιτιών για καλλωπιστικούς λόγους, ήταν γεμάτες απο μια παπαρούνα , γνωστή με το επιστημονικό όνομα "μήκων η υπνοφόρος"
Η καλλιέργεια αυτής της παπαρούνας ήταν ελεύθερη και οι προγιαγιάδες μας ήξεραν τις φαρμακολογικές ενέργειες του φυτού. Ετσι όταν ένα μωρό είχε διάρροια, πονάκια στην κοιλιά, όταν « λύριζε » , το φάρμακο ήταν ένα. «Δώστου γκιούμεσι», από το αρβανίτικο γκιούμ(ε) που σημαίνει ύπνος. Ηταν γαλακτώδες όπιο που το έφτιαχναν μόνοι τους βράζοντας την παπαρούνα όταν αυτή ξεστάχυαζε , στο μπρίκι και πίνωντας το μωρο το έπαιρνε ο ύπνος και σταμάταγε το κλάμα .
Ηταν δύσκολα αυτά τα χρόνια για να μεγαλώσει ένα παιδί ,οι μητέρες πολύ συχνά από τις καθημερινές κακουχίες δεν είχαν αρκετό γάλα για να ταίσουν το μωρό και τότε κοπανούσαν στο γουδί ξερά σύκα με σταφύδες τα έκαναν πολτό,έβαζαν και λίγο ψωμί παπάρα (ή λίγο βραστό ρύζι εάν υπήρχε ) και το έριχναν σε ένα κομμάτι τσεμπέρι. Υστερα το έδεναν όπως κάνουν τώρα στις μπουμπουνιέρες και το έχωναν στο στόμα του μωρού , σαν πιπίλα. Αυτήν ήταν η πρώτη τροφή του μωρού και επειδή έφερνε διάρροια εάν ήταν καλοκαίρι έβαζαν μέσα στον πολτό καμία γκούριλια (άγριο αχλάδι) .
Και τα προβλήματα τελειωμό δεν είχαν. Αϊντε να βρείς ζεστό νερό για τις πάνες του μωρού , αιντε να δείς τι θα κάνεις το μωρό όταν θα πήγαινες στο χωράφι, άιντε να βρεθεί χώρος να κοιμηθεί στις καμαρούλες μια σταλιά που ζούσανε.
Μπορεί να γεννούσαν πολλά παιδιά άλλα η παιδική θνησιμότητα ήταν τεράστια και για να ξεπεράσουν κάθε φορά τον πόνο από την απώλεια των παιδιών τους είχαν εφεύρει (???) και λέγανε το ακόλουθο τρομερό και φοβερο : «πήρε και ο θεός το μερίδιο του» .
Το τι ήταν το γκιούμεσι δεν νόγαγα άλλα στην φαντασία μου ήταν κάτι τρομερό , τρομερότερο ακόμα και από το « πιπέρι στο στόμα. »
Τελικά τα χρόνια πέρασαν και έμαθα.
Εδώ στην περιοχή μου και στα γύρω χωριά , τα παλιά τα χρόνια , οι μανάδες έδιναν στα παιδιά τους ναρκωτικά.
Ναι καλά διαβάσατε . Μέχρι την δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα οι αυλές των σπιτιών για καλλωπιστικούς λόγους, ήταν γεμάτες απο μια παπαρούνα , γνωστή με το επιστημονικό όνομα "μήκων η υπνοφόρος"
Η καλλιέργεια αυτής της παπαρούνας ήταν ελεύθερη και οι προγιαγιάδες μας ήξεραν τις φαρμακολογικές ενέργειες του φυτού. Ετσι όταν ένα μωρό είχε διάρροια, πονάκια στην κοιλιά, όταν « λύριζε » , το φάρμακο ήταν ένα. «Δώστου γκιούμεσι», από το αρβανίτικο γκιούμ(ε) που σημαίνει ύπνος. Ηταν γαλακτώδες όπιο που το έφτιαχναν μόνοι τους βράζοντας την παπαρούνα όταν αυτή ξεστάχυαζε , στο μπρίκι και πίνωντας το μωρο το έπαιρνε ο ύπνος και σταμάταγε το κλάμα .
Ηταν δύσκολα αυτά τα χρόνια για να μεγαλώσει ένα παιδί ,οι μητέρες πολύ συχνά από τις καθημερινές κακουχίες δεν είχαν αρκετό γάλα για να ταίσουν το μωρό και τότε κοπανούσαν στο γουδί ξερά σύκα με σταφύδες τα έκαναν πολτό,έβαζαν και λίγο ψωμί παπάρα (ή λίγο βραστό ρύζι εάν υπήρχε ) και το έριχναν σε ένα κομμάτι τσεμπέρι. Υστερα το έδεναν όπως κάνουν τώρα στις μπουμπουνιέρες και το έχωναν στο στόμα του μωρού , σαν πιπίλα. Αυτήν ήταν η πρώτη τροφή του μωρού και επειδή έφερνε διάρροια εάν ήταν καλοκαίρι έβαζαν μέσα στον πολτό καμία γκούριλια (άγριο αχλάδι) .
Και τα προβλήματα τελειωμό δεν είχαν. Αϊντε να βρείς ζεστό νερό για τις πάνες του μωρού , αιντε να δείς τι θα κάνεις το μωρό όταν θα πήγαινες στο χωράφι, άιντε να βρεθεί χώρος να κοιμηθεί στις καμαρούλες μια σταλιά που ζούσανε.
Μπορεί να γεννούσαν πολλά παιδιά άλλα η παιδική θνησιμότητα ήταν τεράστια και για να ξεπεράσουν κάθε φορά τον πόνο από την απώλεια των παιδιών τους είχαν εφεύρει (???) και λέγανε το ακόλουθο τρομερό και φοβερο : «πήρε και ο θεός το μερίδιο του» .
... και ποτε επαψε ο θεος να παιρνει μερίδιο αγαπητε; ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτη βόρεια Ελλάδα που μεγάλωσα το λέγανε "μάκο", προφανώς από την παράφραση της λέξης "Μήκων".
ΑπάντησηΔιαγραφήΜου 'λεγε η μητέρα μου -που ήταν και 7 αδέρφια- ότι η γιαγιά μου τους το έδινε για να ησυχάζουν και να μην κάνουν φασαρίες...
(Τυχαία βρήκα το μπλογκ σου ψάχνοντας κάτι ιστορικά στοιχεία)
Γεια σου ρε Αρβανιτη με τα ωραια σου!Συνεχισε φιλε..πολυ καλη δουλεια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκριβώς έτσι. Στην Ήπειρο το έλεγαν ΜΑΚΟ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι στη Θεσσαλία ΜΑΚΟ το λένε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜάκο στα χωριά της Θεσσαλίας λέγανε την γιαγιά ακριβώς για το λόγο αυτό (ΜΗΚΩΝ-ΜΑΚΟ) η γιαγιάδες είχανε μια ταμπακιέρα στην τσέπη τους με μέλι στο οποίο είχαν διαλύσει το όπιο (από την μηκωνα ) βάζανε το δάκτυλο και παίρνοντας λίγη ποσότητα το βάζανε στο στόμα του μωρού που έκλαιγε.
ΑπάντησηΔιαγραφήκουβαριστρες βελονακια
ΑπάντησηΔιαγραφήο παμεινωντης
πηρα δρομους και σοκακια
και νωντης νωντης νωντης,