ΞΕΝΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Γύρω στα 1910, τότε που η Αθήνα υποδεχότανε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ένα παιδόπουλο ξεκινάει από το Κουτσοπόδι του Αργούς για μετανάστης στην Αμερική. Λέγεται Χρήστος Θεοφίλου. Φτάνει στη Νέα Ιόρκη και βγαίνει στο Νέο Κόσμο θαμπωμένο και σαστισμένο...
Από το χωριό, κάτω από τους ουρανοξύστες! Πρέπει να διαλέξει λαντζέρης ή λουστράκος... Μπορεί όμως να πάει και στις σιδηροδρομικές γραμμές, όπου το μεροκάματο υπόσχεται βιβλιάριο στην Μπάνκα...
Καθώς τριγυρίζει στους δρόμους του Μανχάταν αναποφάσιστο, το γεροδεμένο χωριατόπαιδο, βλέπει φώτα και κόσμο κι ακούει φωνές, χειροκροτήματα κι αποδοκιμασίες... Ένας παλαιστικός αγώνας είναι στο τέλος του κι ο Χρήστος τρυπώνει στην αίθουσα και βλέπει τα τελευταία λεπτά, πίσω από τις πλάτες των θεατών που κυριολεκτικά ουρλιάζουν...
Εκείνο το βράδυ ο νεαρός μετανάστης παίρνει τη μεγάλη απόφαση, καθώς περιμένει ανάμεσα στους θαυμαστές του νικητή για να τον χειροκροτήσουν ακόμη μια φορά και να τον συνοδέψουν ως το αυτοκίνητο του...
Έτσι ο Χρήστος Θεοφίλου την άλλη μέρα, πίσω από τις στίβες πιάτα που πλένει, ονειρεύεται να γίνει παλαιστής. Με τα πρώτα σεντς που κερδίζει, γράφεται σ' ένα προπονητήριο και ρίχνεται με ζήλο στη μάθηση της πάλης. Μέσα σε λίγους μήνες μαθαίνει περισσότερα για τις λαβές, τα χτυπήματα, τα ξεγλυστρήματα, τις αποκρούσεις και τις πονηριές του σπορ, παρά για την καινούργια γλώσσα που μιλάνε γύρω του και δεν την καταλαβαίνει...
Στα προπονητήρια και στις παλαίστρες, που ανήκουνε σε ιδιοκτήτες ελεγχόμενους από τα συνδικάτα της παρανομίας, συχνάζουνε προπονητές, μάνατζερ και πράκτορες στοιχημάτων, που αναζητάνε τα καινούργια αστέρια του αθλήματος, συνήθως παλαιστές υπερφυσικής δύναμης και αγριωπής εμφάνισης, που όταν αγωνίζονται χωρίζουν τους θεατές σε δυο μερίδες και υποστηρίζουν με φανατισμό το δικό τους ευνοούμενο...
Από την πρώτη στιγμή, ο νεαρός Έλληνας κάνει εντύπωση στο σινάφι, γιατί είναι ο μόνος μάλλον μικρόσωμος και χωρίς κανένα ψεγάδι τερατομορφίας πάνω στην παλαίστρα... Κι όμως, αυτός ο νεαρός, μετά λίγο καιρό, τα βάζει με όλους εκείνους τους πελώριους κακομούτσουνους παλαιστές που έχουνε πολύχρονη θητεία στο απάνθρωπο σπορ κι από τους οποίους οι θεατές ζητάνε θηριωδία και αίμα...
Αυτό ακριβώς το στοιχείο, του όμορφου παλαιστή με το αγαλματένιο κορμί, προσέχουν οι οργανωτές αγώνων, που βλέπουν τους θεατές να μεταστρέφονται από την πλευρά των τεράτων στην μεριά του ωραίου Έλληνα. Αλλά ο νεαρός δεν είναι μόνο τέλειος σε σωματικές αναλογίες, έχει ακόμη δύναμη, ευκινησία, ευστροφία και πονηράδα, με λίγα λόγια είναι ο παλαιστής που αποχτάει σε κάθε του εμφάνιση καινούργιους οπαδούς.
Η δεκαετία του 1910 δεν είχε ανακαλύψει ακόμη την επαγγελματική πάλη των φτιαχτών αγώνων. Ο κάθε παλαιστής, προπονητής και μάνατζερ, ήθελε, περισσότερο κι από το χρήμα, τη δόξα.
Οι παλαιστές χρησιμοποιούν όλων των ειδών τα χτυπήματα, τις λαβές, τα στραμπουλήγματα, τα λακτίσματα... Η απανθρωπιά του σπορ, θυμίζει το αρχαίο Παγκράτιο... Τότε ακριβώς, με την εμφάνιση του νεαρού Έλληνα, που παίρνει το όνομα Τζιμ Λόντος, κάποιοι παμπόνηροι οργανωτές σκέφτονται τα συνεννοημένα ματς.
Εμπνέονται από την εμφάνιση του Λόντου, που μόλις ανέβαινε στη παλαίστρα κέρδιζε αμέσως τη συμπάθεια της πλειοψηφίας του κόσμου.
Και νά, τότε, τί σοφίστηκαν...Να βάζουν αντίπαλο του τερατόμορφο παλαιστή, με παρατσούκλι, όπως Στραγγαλιστής, Κουασιμόδος, Γορίλας, Άνθρωπος Βουνό, Φονιάς και άλλα παρόμοια...
Αυτός ο αντίπαλος εκδήλωνε από την αρχή τα θηριώδη ένστικτα του, με αντικανονικά χτυπήματα, λακτίσματα, ασφυκτικές λαβές και απειλητικές διαθέσεις ακόμη και κατά του διαιτητή που τον παρατηρούσε...
Ο σωματώδης παλαιστής προσπαθεί να ξεμπερδέψει, όπως δείχνει, αμέσως με τον Λόντο, αλλά αυτό δεν αρέσει φυσικά στον κόσμο, που πλήρωσε για να δει μακρόχρονο θέαμα... Ο μικρόσωμος Έλληνας αμύνεται απεγνωσμένα, καθώς τον στριμώχνει από τα πρώτα λεπτά του ματς ο αντίπαλος του και βογγάει από τους πόνους, σφαδάζει... Βουβαμάρα στην αίθουσα... Κανένας δεν είναι με το θεριό... Και ξαφνικά, εκεί που όλοι φοβούνται πως ο μικρόσωμος θα παραδοθεί στο γίγαντα, ο Δαβίδ ξεφεύγει από την μέγκενη του Γολιάθ, αλλά οι θεατές εξακολουθούν να μη βγάζουνε άχνα...
Πώς να βγάλουνε, αφού ο κακός κυνηγάει ακόμη πάνω στο ρινγκ τον καλό κι αν τον ξαναπιάσει τετέλεσται... Μα ο Τζιμ Λόντος γλιστράει σαν χέλι από τον αντίπαλο, που αρχίζει να δείχνει κουρασμένος... Οι θεατές τότε ελπίζουνε σε κάποιο θαύμα, και καθώς ο ευνοούμενος τους τολμάει την πρώτη αντεπίθεση, χειροκροτούν δειλά...
Μα αμέσως καταλαβαίνουνε πως ο Λόντος έχει αποχτήσει υπερφυσικές δυνάμεις, πνιγμένος από την αδικία, τα αντικανονικά χτυπήματα του αντιπάλου του... Επιτίθεται με μανία, κατά του τερατόμορφου γίγαντα, με εναέρια λακτίσματα, που ενθουσιάζουν τον κόσμο... Όλοι οι θεατές έχουνε πεταχτεί όρθιοι και ουρλιάζουν, καθώς ο Τζιμ Λόντος αρπάζει στα μπράτσα του σαν πούπουλο τον θηριώδη αλλά κατάκοπο αντίπαλο... Και καθώς το πλήθος παραληρεί τον στριφογυρίζει στον αέρα και τον βροντοχτυπάει στο καναβάτσο, που οι οργανωτές έχουνε φροντίσει να είναι μαλακό...
Φυσικά η περιγραφή αυτή του αγώνα είναι περιληπτική, γιατί η διάρκεια του κρατούσε πάνω από μια ώρα. Στα τρία τέταρτα, ο καλός περνούσε του κορμιού του και της ψυχής του τον τάραχο στα μάτια των θεατών βέβαια αλλά μετά οι όροι άλλαζαν και ο κακός συντριβόταν... Αυτό ήθελε ο θεατής που πλήρωνε, αυτό γινότανε...
Έτσι γεννήθηκε ο Τζιμ Λόντος και το «αεροπλανικό» του κόλπο, που έφτασε στην πιο μεγάλη του δόξα στα τέλη της δεκαετίας του '20, τότε που η Αμερική έσκαγε κι αυτή με πάταγο πάνω στο οικονομικό κραχ. Όταν οι άνεργοι έκαναν ουρές για ένα πιάτο φαί' και οι κατεστραμμένοι αυτοκτονούσαν, ο Τζιμ Λόντος ήτανε πια ζάμπλουτος, γιατί τα κέρδη του από τους αγώνες δεν τα είχε κάνει μετοχές. Ποτέ όμως δεν έκανε επίδειξη του πλούτου του, γιατί ήταν «σφιχτός» και κλεισμένος πάντοτε στον εαυτό του. Τον είχανε καλομάθει και οι Έλληνες της Αμερικής, κυρίως εστιάτορες, που τον γεμίζανε δώρα και είχανε την κορμοστασιά του, με τη χρυσή ζώνη στη μέση, στις βιτρίνες τους...
Η κατώτερη και μεσαία τάξη κατάκλυζε κατά χιλιάδες τις αίθουσες κι αργότερα τα ανοιχτά στάδια, όπου πάλευε ο Λόντος. Οι μειονότητες τον λατρεύανε. Ήταν ο θρύλος του νεαρού μετανάστη, του αγράμματου σαν κι αυτούς, που μεγαλούργησε με τη δύναμη των μπράτσων, τη σβελτάδα και την εξυπνάδα του... Ήταν ένας Ράμπο της εποχής του, που τον ανακάλυψαν οι μαφιόζοι πριν τον Σταλόνε... Οπαδοί του Λόντου και οι Μαύροι, σαμποταρισμένοι από τους Άσπρους στις παλαίστρες...
105.000 θεατές σε αγώνα του!
Ναι, ο Τζιμ Λόντος υπήρξε κατασκεύασμα των οργανωτών, αλλά, όπως έλεγε ο Παύλος Κριναίος, κανένας άλλος παλαιστής δε συγκέντρωνε μαζί τόσα προσόντα: Αγαλματένιο σώμα, αρρενωπό πρόσωπο, ηράκλεια δύναμη, ευκινησία αιλουροειδούς, δεξιοτεχνία μεγάλου μάστορα, πανουργία και κυρίως θεαματικότητα που μπορούσε να ξυπνήσει και να συναρπάσει τα πλήθη... Κι όταν λέμε πλήθη, υπολογίστε δεκάδες χιλιάδες θεατές, που σε μια περίπτωση φτάσανε τα 105.000 πληρωμένα εισιτήρια, χωρίς τους τζαμπατζήδες! Δολάρια δηλαδή με ουρά...
Ο Τζιμ Λόντος είχε ανακηρυχτεί από την Ομοσπονδία Πάλης της Πολιτείας της Νέας Ιόρκης παγκόσμιος πρωταθλητής και με αυτό τον τίτλο τον αναφέρανε οι εφημερίδες ισοβίως... Οι Έλληνες τον είχανε απολαύσει στο Παναθηναϊκό Στάδιο, όταν ερχότανε κατά καιρούς για να κατατροπώσει τον Κβαριάνι, τον Μεμέτ Αλή, τον Βάντερβαλντ και το 1959 (στα 64 χρόνια του!) κάποιον Άγγλο παλαιστή τριάντα χρόνια νεότερο του... Πάντοτε νικούσε με το δημοφιλέστατο αεροπλανικό του, μόνο που, την τελευταία φορά, ο αντίπαλος του σχεδόν αναπήδησε μόνος στην πλάτη του, για να τον διευκολύνει στην τελική πτώση, ενώ ογδόντα χιλιάδες θεατές παραληρούσαν...
Ο Χρήστος Σβολόπουλος, που είχε διαιτητεύσει το μοναδικό αγώνα του Λόντου στην Πάτρα, έλεγε ότι, ημέρες πριν, οι δύο αντίπαλοι προβάρανε, κρυφά βέβαια, τα κόλπα τους, αυτά ακριβώς που θα «ξυπνούσαν» τους θεατές...
Πολλά τα κόλπα εκείνης της εποχής, που συγκινούσαν το κοινό: Το πέταμα του αντιπάλου στο καναβάτσο και το πάτημα του ενός ποδιού του, με προσπάθεια εξάρθρωσης του άλλου... Λαβή πάνω στο στόμα, με πρόθεση την ασφυξία... Λάκτισμα στα γεννητικά όργανα... Προσπάθεια εξόρυξης των οφθαλμών... Όλες αυτές τις αντικανονικές ενέργειες τις έκανε φυσικά ο «κακός» του αγώνα, για να τον παρατηρεί ο διαιτητής, να τον μισεί το κοινό και να γίνεται πανζουρλισμόςόταν άρχιζε η αντεπίθεση του «καλού»...
Ο Τζιμ Λόντος υπήρξε ο πρώτος διδάξας τα φτιαχτά «σικέ» ματς, που έφερναν χιλιάδες δολάρια. Γιατί τα τίμια δε διαθέτανε καθόλου θέαμα και οι θεατές χασμουριόντουσαν. Αυτός τους ξύπνησε και τους έκανε να συμπάσχουν και ν' αγωνιούν...
Ο Χρήστος Θεοφίλου, που για δύο δεκαετίες κατέστησε το καινούργιο του όνομα Τζιμ Λόντος συνώνυμο με το αήττητος, πέθανε στην Αμερική το 1975. Άφησε πάρα πολλά λεφτά στις τρεις θυγατέρες του και μια φάρμα στο Εσκοντίνο της Καλιφόρνιας. Ένας αθάνατος είχε πεθάνει.
- Ο Τζιμ Λόντος δεν έμεινε τυχαία στα φώτα της παλαίστρας για είκοσι χρόνια. Ήταν ο μεγαλύτερος σόουμαν του αθλήματος και οι δημοσιογράφοι τον σεβόντουσαν. Στην Ελλάδα, εκείνης της εποχής, οι εφημερίδες το παράκαναν ακόμη και με ψεύτικες περιγραφές ανύπαρκτων αγώνων του. Τις δικαιολογώ όμως, γιατί ο Τζιμ Λόντος για τους Έλληνες δεν ήταν πια παλαιστής, αλλά θρύλος.
τα παραπάνω τα αλίευσα απο την σελίδα του δημοσιογράφου Δ. Λυμπερόπουλου.
http://igaiolos.blogspot.com/
ΑπάντησηΔιαγραφήΕδώ έχω ένα κείμενο για τον Κουταλιανό.
Καλησπέρα σας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕντελώς τυχαία έπεσα πάνω στο blog σας και στο κείμενο για τον Τζίμ Λόντο.
Αρχικά θα ήθελα να εκφράσω τα συγχαρητήριά μου για το αξιόλογο αυτό blog. Το περιεχόμενό σας είναι καταπληκτικό.
Πολλές φορές μου ζητείτε να κρίνω διάφορες πολύ καλές ιστοσελίδες αλλά στο θέμα του περιεχομένου αντιμετωπίζουν μεγάλο πρόβλημα.
Τώρα όσον αφορά το κείμενο για τον Τζίμ Λόντο, χρειάζεται μια μικρή διόρθωση.
Η γενέτειρά του είναι το Κουτσοπόδι Άργους και όχι το Κουμποχώρι.
Σήμερα η γενέτειρά του τιμά τον Τζίμ Λόντο δίνοντας το όνομά του στις αθλητικές εγκαταστάσεις του Δήμου.
koutsopodi.gr
Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια και για την επισήμανση φίλε .
ΑπάντησηΔιαγραφή